United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

«Τις γίδες που βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας λιγώνεται απ' τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγοςΑρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. «Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε λιγώνεσαι απ' τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις». Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

Η ζηλεία, όταν δεν είναι νόσος ιδιοπαθής ή σ υ ν τ α γ μ α τ ι κ ή ως η θεσιθηρία εν Ελλάδι, είναι μεν πάντοτε κακή και οχληρά ασθένεια, αλλ' έχει και τούτο το καλόν, ότι ευθύς παύει, άμα εκλείψωσι τα υποθάλποντα αυτήν αίτια, ως η ναυτία των επιβατών, άμα σταματήση το πλοίον.

ΜΙΚ. Αυτά ίσως είνε αληθινά, κυρ πετεινέ. Αλλ' εγώ δεν 'ντρέπομαι να σου ομολογήσω τι μου συμβαίνει• μου είνε αδύνατον να ξεμάθω την επιθυμίαν που είχα από τα παιδικά μου χρόνια να γείνω πλούσιος• και το όνειρον μου μένει ακόμη μπροστά στα μάτια μου με όλο εκείνο το χρυσάφι. Σκάζω δε από ζήλεια, όταν συλλογίζωμαι ότι απολαμβάνει τόσα πλούτη ο παλιάνθρωπος ο Σίμων.

Οι γονείς μου με αναγκάσανε στην ηλικία των δεκαπέντε μου χρόνων, να ζωστώ αυτό το απαίσιο ράσο, για ν' αφήσουνε περισσότερη περιουσία σ' έναν καταραμένο μεγαλύτερο αδερφό μου, που άμποτες ο Θεός να τον πνίξη! Η ζήλεια, η διχόνοια, η λύσσα, κατοικούνε στα μοναστήρια.

Άβριο τα βράδυ, είπαμε με το γέρο μου, θα πάρουμε τον τελωνοφύλακα και τον τηλεγραφητή, να βγούμε όλη τη νύχτα, με τα παραγάδια και τις πετονιές. Θα σου τα γράψω που λες όλα. Όλα θα σου ταραδιάσω. Έτσι να σκάσης απ τη ζήλεια σου... ... Επήγαμε χτεβράδι με τα παραγάδια και τις πετονιές, όπως σου τόγραφα.

Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.

Ούτω δε συνέβη ν' αντιληφθώσι μητέρα και κόρη ότι η Αγγελική «εκιτρίνισ' απού τη ζηλειά τση», ενώ εκείνη απλώς εμειδίασε. Διότι αληθώς μόνον ευθυμίαν ηδύνατο να κινήση η ελαφρότης της ξιππασμένης εκείνης εις τον αρρενωπόν χαρακτήρα της θυγατρός του Καπετάνιου, ήτις ανατραφείσα μεταξύ έξ αδελφών, των ανδρειοτέρων νέων του χωριού, είχε πολύ ολίγας εκ των γυναικείων αδυναμιών.

Κ' εγώ πεισμώνοντάς τηνε δεν την κυττάζω διόλου, και λέω πως άλλην αγαπώ, κ' εκείνη που τακούει, απ' την πολλή τη ζήλεια της μαραίνεται και λειώνει κι ορμώντας απ' τη θάλασσα τρελλή και μανιωμένη μ' αναζητά μέσ' στις σπηληές και σ' όλα τα κοπάδια. Σφυρίζω και στη σκύλλα μου να την γαυγύζη πάντα· γιατί σαν ήμουν μια φορά γι' αυτήν ξετρελλαμένος χαϊδολογώταν κρύβοντας τη μούρη της στα σκέλια.

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.