Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Μετά ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του.

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

Εις τούτο αυτός δεν ηθέλησε να μου εναντιωθή. Και διά να κάμω καλήν θεωρίαν εις το Μπαγδάτι, έκαμε να γένουν μεγάλες ετοιμασίες, διά να με στείλη ωσάν υιόν Βασιλέως που ήμουν· εφόρτωσε δώδεκα καμήλια φλωριά και άλλα έξοδα, και μου έδωσε και εκατόν ανδρείους στρατιώτας εις υπηρεσίαν μου και φύλαξίν μου.

Θα επέστρεφον μετά το δειλινόν. Έως τότε υπελόγιζον ότι θα εσύναζον όλα τα υπάρχοντα εις τας εκεί συκομορέας φύλλα. Επί του οναρίου ο καπετάν-Θοδωρής εφόρτωσε και τους ψευδείς πόδας του, τα δύο χονδρά ραβδία, τα οποία μετεχειρίζετο ως αληθινούς του πόδας. Οι άλλοι δύο πόδες του, οι αληθινοί, εκρέμαντο από του οναρίου ξεκλειδωμένοι ως ψευδείς.

Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είνε παρά πάνω από δέκα η ώρα . . . Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω, και θα τα βρούμε σκούρα στον κατήφορον, ανάμεσα στα ρέμματα και στον ελαιώνα. Πάμε, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Εσηκώθη κ' εφόρτωσε τα πράγματα εις το ζώον. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινο καπέλλο του, και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Εγώ είχα φορέσει το υπόδημά μου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν