Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Μετά τριακονταοκτώ έτη καταπτώσεως, ο άνθρωπος εν ακαρεί ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατόν του, και ήρχισε να περιπατή. Εν χαρμοσύνω εκπλήξει εκύτταξε κύκλω διά να ίδη και ευχαριστήση τον άγνωστον ευεργέτην του· αλλά το πλήθος ήτο πυκνόν, και ο Ιησούς θέλων να διαφύγη την ανωφελή έξαψιν της περιεργείας, ήτις τον εθεώρει ως θαυματουργόν μόνον, έφυγεν απαρατήρητος, «εξένευσεν, όχλου όντος».

Και δε φοβάσαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους κόπους, τα ποτάμια, Και δίνεις μ’ ευχαρίστηση και προθυμιά μεγάλη Διαμάντια για τους κόπους μου, φλωριά για τες ορμήνιες, Πετάξου σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια, Σε ποταμούς και σε λακκιές και φέρε μου στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο , Τρία περόνια γύφτικα , μια πιθαμή καθένα, Φκιασμένα τα μεσάνυχτα, αυγό μονομερίδας, Χολή οχιάς φαρμακερής, χελώνας αντεράκια, Μάτι σκορπιού κατάμαυρο, κατώχειλο γουστέρας Ποδάρια αράχνης κυβουριού, αγκάθι σκαντζοχοίρου, Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, τομάρι μαύρου άσβου, Αρκούδας ζέρβικο νεφρό, με ξύγγι σκεπασμένο, Σκυλλόδοντο λυσσάρικου και λιμασμένου λύκου, Μύτη κοράκικου σκυλλιού, λιάρας νυφίτσας σπλήνα, Σερνικοθήλυκου λαγού αυτί ριζοκομμένο, Μυαλό γαλάρας αλεπούς, αγριόγατας συκώτι, Κοράκου κόκκαλο ζερβί, πλεμόνι κουκκουβάγιας, Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, βυζάκι νυχτερίδας, Νύχι δεξί χαμόρραγκα, λαρύγγι γουρουνίσιο, Γλώσσα από κίσσα θηλυκή, σκουτί πο πεθαμμένο, Τρεις τρίχες πο της Κορασιάς τες μακρειές πλεξίδες, Και σε κακάβι αγάνωτο, παλιό, χαλκωματένιο.

Στη μια αφιέρωνε όλες τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου και στην άλλη τις σκολινές και τις νύχτες του χειμώνα. Το καλό είνε που κατώρθωσε να κράτηση το εγώ του ασκλάβωτο κι από τις δυο κ' έπεφτε από τη μια στην άλλη με την ίδια ευχαρίστηση. Θες βιβλίο κρατούσε στο χέρι του θες αξίνα ήταν στη θέση του. — Καθένα έχει το σκοπό τουσεβαστό και ιερό σκοπό· δεν είν' έτσι; ρώταγε κάθε τόσο την Ελπίδα.

Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να ελπίσωμεν.

Στοχαζόμουν τον αναγαλλιασμό της αδελφής μου, που την είχα αφήσει μικρούλα και θα την εύρισκα παντρεμένη, μ' ένα-δυο παιδάκια τριγύρω της, και την ευχαρίστηση, που θα αιστάνονταν οι χωριανοί μου, που, άμα θα μ' έβλεπαν να μπαίνω στο αντρορρημαγμένο πατρικό μου, θάτρεχαν να μ' αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν όλοι, μικροί-μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.

Η θεία έμπνευσις ήτις ωδήγει τους Ευαγγελιστάς εις την διήγησιν του βίου του Χριστού ήτο οποία ήρχει διά να τους καταστήση ικανούς να είπωσι παν ό,τι αναγκαίον διά την ειρήνην και την ευεξίαν των ψυχών μας, αλλά πόρρω απέχουσα του να ευχαριστήση την περιέργειάν μας ή και το ιστορικόν ενδιαφέρον μας.

Νομίζω, πως ένας δημοκράτης πρέπει να βρίσκη ευχαρίστηση στα περισσότερα απ' αυτά τα έργα, τα γραμμένα με τόση ελευθερία. — Ναι, απάντησε ο Ποκοκουράντης, είναι καλό να γράφη κανείς ό,τι σκέπτεται: αυτό είναι το προνόμιο του ανθρώπου.

Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση.

Και ως τόσον ο Βασιλεύς από ολίγον ολίγον ανάπτοντας από το κρασί, αλησμόνησε που έκανε τον σκλάβον, και άρχισε να λέγη της Δηλαράς. Κυρά μου, κάμε μου την χάριν, τραγούδησέ μου κανένα τραγούδι εύμορφον από εκείνα που ηξεύρεις. Η Δηλαρά διά να τον ευχαριστήση ωσάν που απερνούσε διά μπουφόνος, επήρεν ένα τζιβούρι και το ελάλησε, συντροφιασμένον με την φωνήν της, που εφαίνονταν να ήτον αγγελική.

Λοιπόν σε παρακαλώ να μείνης εδώ μαζί μου εις αυτάς τας έξ ημέρας εις συναναστροφήν και συντροφιάν μου, και θέλω σε φιλοδωρήσει κατά το αξίωμα και το προτέρημά σου· εγώ διά να μη φανώ αχάριστος και αδιάκριτος εδέχθην την αίτησιν της βασιλοπούλας, και ευθύς με έμβασεν εις ένα ευμορφότατον λουτρόν, και αφού ελούσθηκα, μου έφερε λευκότατα και μαλακά φορέματα διά να ενδυθώ, έπειτα με ωδήγησεν εις ένα ανώγειον εστρωμένον με πολυτίμους τάπητας και μαξιλάρια, και εκεί είχεν ετοιμάσει μίαν τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά και οπωρικά, και εξεφαντώσαμεν το επίλοιπον της ημέρας· και την ερχομένην νύκτα με έλαβεν εις το κρεββάτι της· την ακόλουθον πάλιν ημέραν, αφού εβγήκαμεν από το λουτρόν, ετοίμασεν ευθύς ένα εύμορφον γεύμα, διά να με ευχαριστήση με όσα εζήτει η όρεξίς μου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν