Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του πλήθους των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης του ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού ευρίσκετο, βλέπων δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό τον όγκον των πέριξ οικοδομών.
Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: — Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . . Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. — Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»
Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο. Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην. Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα.
Μικρός ο Σπύρος επήγαινεν εις το σχολείον κ' εδείκνυεν ότι θα έστρωνεν, ως μερικά σκολιά φυτά, τα οποία συν τη αναπτύξει ορθούνται εύμορφα· αλλ' αποτόμως εσταμάτησεν εις την δευτέραν του γυμνασίου, χωρίς να το εννοήση και ο ίδιος· εκάθητο έπειτα όλην την ημέραν εις την δροσεράν εξοχήν, αναγινώσκων εφημερίδας και μυθιστορήματα και εκλέγων τας ευχυμωτέρας οπώρας του πατρικού κήπου.
Όταν είδε τον Μανώλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήση. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς: — Αέρα θαχωμε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είνε άσφαλτα σημάδια.
Ο Σωκράτης λοιπόν, αφ' ού εσταμάτησεν επί πολλήν ώραν την ομιλίαν και έκαμε κάποιαν σκέψιν μέσα εις τον νουν του, είπε· Δεν ζητείς, Κέβη, πράγμα εύκολον. Εγώ λοιπόν, προκειμένου διά το ζήτημα τούτο, αν επιθυμής, θα σου εκθέσω τουλάχιστον όσα έπαθα εγώ ο ίδιος· έπειτα, αν κανέν από όσα θα είπω ήθελε σου φανή ωφέλιμον, διά να πεισθής περί εκείνων, τα οποία λέγεις, μεταχειρίσου το.
Κατά την εποχήν εκείνην ένας γιανίτσαρος, μεταβαίνων από του ανατολικού μέρους της Κρήτης εις το δυτικόν, εσταμάτησεν εις τον Αποκώρωνα, όπου τον εφιλοξένησεν ένας παπάς. Όταν δε ετοιμάσθη να εξακολουθήση την πορείαν του, ο παπάς του είπε: — Το καλό που σου θέλω, αγά, μείνε και αύριο φεύγεις. — Γιατί; — Γιατί θα σε πιάση βροχή στο δρόμο. — Πώς το ξέρεις;
Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης, ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως. Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει. Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος.
Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . . Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται. Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής: — Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της.
Και εδώ εσταμάτησεν ολίγον ο Διονυσόδωρος με κάποια πολύ ειρωνικήν έκφρασιν, σαν να επρόκειτο τάχα να καταιβάση καμμιά μεγάλη σοφία.. — Λέγε μου, είπεν επί τέλους, Σωκράτη, έχεις δικό σου Δία πατρώον;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν