Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύση, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης. — Ας γείνη χριστιανός, εψιθύρισεν. — Ας μβη στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.

Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της. — Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω; Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·

Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει διά της καπνοδόχου.

Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μεσοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέττον στραβά, με στρημμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου. Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβυνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβυστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος.

Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.

Και δι' αυτό απόλυσέ τον, Ερμή, και ας μη τιμωρηθή. Αλλά πρόσεξε να μη διδάξης και τους άλλους νεκρούς να μου κάνουν τοιαύτας ερωτήσεις. &Μένιππος και Φίλωνίδης.& ΜΕΝ. ω Χαίρε μέλαθρον προ πυλά θ' εστίας εμής, ως άσμενός σε γ' είδον ές φάος μολών. ΦΙΛ. Δεν είνε αυτός ο Μένιππος ο κυνικός; Βέβαια δεν είνε άλλος, εκτός εάν εγώ δεν βλέπω καλά• όλος κι' όλος ο Μένιππος.

Κατόπιν όμως της Εστίας είναι δίκαιον να εξετάσωμεν την Ρέαν και τον Κρόνον, αν και το όνομα του Κρόνου το εξετάσαμεν προηγουμένως. Ίσως όμως αυτά που είπα δεν είναι τίποτε. Ερμογένης Πώς έτσι, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Αγαπητέ, μου ήλθε εις τον νουν μία πληθώρα σοφίας. Ερμογένης. Ποία είναι αυτή; Σωκράτης. Είναι πολύ κωμικόν να σου το ειπώ, όμως νομίζω ότι έχει κάποιαν πιθανότητα. Ερμογένης.

Ο Καίσαρ δεν ήτο ευχαριστημένος, ότε επέστρεψεν από το Άντιον εις Ρώμην· διά τούτο μετά τινας ημέρας ήρχισε να διακαίεται υπό της επιθυμίας να αναχωρήση δι' Αχαΐαν. Αλλ' εις μίαν επίσκεψίν του εις το ιερόν της Εστίας, επήλθε συμβεβηκός τι, όπερ ανέτρεψε τα σχέδιά του. Ο Νέρων δεν επίστευεν εις τους θεούς, αλλά τους εφοβείτο. Η μυστηριώδης Εστία προ πάντων τον εφόβιζε με κάποιον ιδιαίτερον τρόπον.

Ίσως για τούτο και τα λόγια μου δεν τους αρέσουν. Εμένα πάλε μ' αρέσει η Τήνο με το παραπάνω, όταν κάθουμαι ήσυχα στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας», με τον καλό τον Κασδόνη, που είναι και κείνος Τηνιακός, και μου λέει για την Τήνο. Στου Κασδόνη μαζέβουνται ταπόγεμα κάθε μέρα όσοι γράφουν ή στίχους ή παραμύθια. Βιβλία κανείς δεν αγοράζει.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν