Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τι λέει;... θα πάνε στο Κάστρο;... Κι' άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κ' εμέ μαζί... θα με πάρετε, μα;... — Σουτ! Λ'φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά. — Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας. — Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε.

Διά να μείνουν δε αυτά εις αιώνα τον άπαντα εις αυτήν την κατάστασιν, πρέπει να σκεφθούν ακόμη και τα εξής. Όσας εστίας έχομεν τόρα μοιρασμένας εις τον καθένα, αυταί πρέπει πάντοτε να μένουν εις το ίδιον ποσόν και ούτε να περισσεύουν διόλου ούτε να ολιγοστεύουν. Αυτό λοιπόν ημπορούσε να συμβαίνη ασφαλώς εις εκάστην πόλιν κατά τον εξής τρόπον.

Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

ΣΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΟΥ, ΚΑΛΟΓΗΡΟΝ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ και ΑΓΡΟΤΙΚΑ. Ο &δεύτερος τόμος& θα περιλάβη τον Οφείλεται δε η έκδοσις των έργων τούτων εις τον αγαπητόν και του ποιητού και ημών φίλον διευθυντήν του βιβλιοπωλείου της Εστίας κ &Ιω. Κολλάρον&. Γ. Κ. Γάγαρης Εις το μεγάλο σήμερα Της Μούσας πανυγήρι, Που φέρνουν και στολίζουνε Την άγια της εικόνα

Η ανάπτυξις του βόμβυκος προέβαινε λαμπρώς το έτος τούτο. Μόλις εφάνησαν τα πρώτα τρυφερά φυλλάκια εις τας συκαμινέας, ήνοιξε και ο σπόρος επί του θερμού πανίου εγγύς της εστίας. Πρέπει να συμπίπτη πάντοτε η άνοιξις του σπόρου με την άνοιξιν των μορεών. — Καλορροίζικο, Μα, είπεν η μεγαλειτέρα κόρη της Γερακούλας, η Ελένη. — Καλά κουκκούλια! ηυχήθη η μήτηρ.

Η θύρα ήτο κλειστή, αλλά διά του ανοίγματος, όπερ εχρησίμευεν ως παράθυρον, διέκρινέ τις το εσωτερικόν, φωτιζόμενον υπό της εστίας. Γιγαντιαία μορφή ηγέρθη εις προϋπάντησιν των νεοερχομένων και ηρώτησε: — Τίνες είσθε; — Δούλοι του Χριστού! απήντησεν ο Πέτρος. Ειρήνη σοι, Ουρβανέ!

Την γούναν του την έχει ρίψει εις τους ώμους τουαναπεταρίκικαι φουμάρει μακρόν τσιμπούκιον, ου ο χρυσοποίκιλτος λουλάς επακκουμβά επί του γεισώματος της εστίας.

Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. Ο Βινίκιος του εφώναξεν: — Ε, δούλε!

Α! Ιδού ευθύς έν κ ά ρ ρ ο ν, του οποίου οι κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν, άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της εστίας του.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν