United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά όταν ήκουσαν τον ποδόκτυπον του αλόγου, παρεζαλίσθησαν και οι δύο, και η κυρά παρεκάλεσε τον καλόγηρον να κρυφθή μέσα εις έν μεγάλον κιβώτιον, ο δε καλόγηρος εχώθη μέσα, διότι εγνώριζεν ότι ο γεωργός δεν ημπορούσε να τον υποφέρη, και εφοβείτο. Το φαγητόν και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα εις τον φούρνον, διότι αν ο άνδρας της τα έβλεπε, θα την ερωτούσε τι τρέχει.

Εκεί ήκουσε τον ποδόκτυπον ενός αλόγου. Ήτο ο γεωργός, ο οποίος επέστρεφεν. Αυτός ήτο αξιόλογος άνθρωπος, αλλά είχε την αδυναμίαν να μη ημπορή να ίδη καλόγηρον. Άμα έβλεπε καλόγηρον εγίνετο άλλος εξ άλλου. Διά τούτο λοιπόν ο καλόγηρος υπήγε να ιδή την γυναίκα του ενώ αυτός έλλειπεν· εκείνη δε του έστρωσε να φάγη ό,τι καλλίτερον είχεν.

Ο γέρων Χειμάρρας ήτο εκ των ανδρών εκείνων οι οποίοι διήλθον τα έτη της νεότητός των εις εποχήν καθ' ην η πραγματικότης έφθανε μέχρι του ανεφίκτου ιδανικού· καθ' ην έζη τις δι' ένα έπαινον και απέθνησκε δι' ένα τραγούδι. . . Ήτο δεκαέξ μόλις ετών ότε ηκολούθησεν ως ψυχογιός τον Αλέξη Καλόγηρον, τον αρματωλόν του Χρισσού.

Λέγει ότι, αν ανοίξης εκείνο το μεγάλον κιβώτιον, θα εύρης μέσα τον διάβολον κουβαριασμένον· αλλά να κρατής καλά το σκέπασμα του κιβωτίου, διά να μη ξεφύγη ο διάβολος. — Έλα να με βοηθήσης, είπεν ο γεωργός. Και υπήγε προς το κιβώτιον, όπου η γυναίκα του είχε κρυμμένον τον καλόγηρον, ο οποίος εκάθητο εκεί μέσα σφιγμένος και κατατρομασμένος· ο γεωργός ήνοιξεν ολίγον το σκέπασμα και είδε.

Αντί δε να μεταβή εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα ωδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.

Επείραξεν ο καμαρώτος, απερχόμενος, τον γέρω-Μπούμπαν, συλλογισμένον καθήμενον εκεί, εν τω φαιδρώ κύκλω, αμίλητον, ως μετανοημένον καλόγηρον, γυρισμένον ανάστροφα. — Τον κακό σου, Ζούμπουρα! Εγρύλλισεν ο γέρων ναύτης.

Ο Μανώλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα διά να τον παραδώση εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑτου Λαυρεντίου το κελλί απήντησα τον νέον, και του απέδειξα εκεί την πρέπουσαν φιλίαν, χωρίς να 'πάγω παρεκεί απ' ό,τι μου αρμόζει. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Καλά, καλά· το χαίρομαι· έτσι σε θέλω· σήκω. Τώρα μου φέρνεσαι καλά. — Θέλω να ιδώ τον Πάρην. Σας είπα να μηνύσετε αμέσως πως τον θέλω. — Τον άγιον καλόγηρον! Μα τον εσταυρωμένον, όλ' η Βερώνα δι αυτό θα του γνωρίζη χάριν.

Διάσημος τις μάγειρος, ο Βατέλος, νομίζω, εκαυχάτο ότι δύναται να μαγειρεύση τράγον ή και ποντικόν μετά τοσαύτης τέχνης ώστε να λείχωσιν οι τρώγοντες τα δάκτυλά των· εγώ δε κατόρθωμα θέλω νομίσει αν δι’ οιουδήποτε αρτύματος ηδυνήθην να καταστήσω ουχί νόστιμον, αλλ' απλώς υποφερτόν καλόγηρον του μεσαιώνος.