Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . . Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται. Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής: — Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της.
Διότι εκεί οπού ανέμενεν αγρυπνών μια δυο βραδειαίς ο ιερεύς είδε μετά λύπης του τον Φραγκούλαν, ένα ακτένιστον και ξυπόλυτον καλόγηρον, ο οποίος σύρων τα ράκη του εις τα βουνά εμβήκε και εις τον Άγι-Αντώνην και αφού εσυγύρισε πανταχού τον ναΐσκον, έμπηξε φρέσκα λουλούδια εις τας αγίας εικόνας, άναψε τα κανδηλάκια του, και άρχισεν έπειτα να κάνη μετάνοιες.
Η διήγησις του γέροντος Φ. ήτο ζωηρά εις την μνήμην μου κ' έβλεπα την αράχνην, ακίνητος, εκπεπληγμένος, αν θέλετε δε, και μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Αλλ' άμα παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, άρχησα να σκέπτωμαι, διατί ευρέθη εκεί η αράχνη και προπάντων, πώς εμβήκε; Τα φορέματα είχα τοποθετήση και τυλίξη με το σινδόνι εγώ αυτός και ο ίδιος εκλείδωσα τον μάρσιππον.
Αυτή καθώς επλησίαζεν εις τις θύρες που ήσαν κλεισμένες, έκαμνεν ένα σημείον, και άνοιγαν ευθύς, και εγώ την ακολουθούσα. Και αφού επέρασεν έξ θύρας του παλατίου, έφθασεν εις την θύραν του περιβολίου· ομοίως ανοίχθη και εκείνη, και αυτή εμβήκε μέσα.
— Ναι, βλέπω· έχεις βάλει σκουλήκι, διά να βγάλεις μετάξι. . . Ω, και πόσο πολύ! — Ναι· αλλά θα γνωρίζεις ίσως, ότι το σκουλήκι διά να προκόψει χρειάζεται μεγάλην καθαριότητα, ενώ εδώ μέσα, αφ' ότου αρρώστησα, δεν εμβήκε κανείς να καθαρίσει. — Θα εκκαθάριζα εγώ, είπεν η Φωτεινή, αλλ' ο παππούς είνε άρρωστος και μόνος και κοντεύει να βραδιάσει....
Και την ευμορφομάγουλην αναίβασε Χρυσίδα· Κι' αρχηγός ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς εμβήκε.
Όταν ετελείωσεν, άρχιζε πλέον να νυκτώνει, αλλά περίεργον! ο δρόμος της τώρα ήτο ίσιος και εύκολος· χωρίς καμμίαν δυσκολίαν ευρέθη αμέσως εις την θύραν του παππού· γελαστή-γελαστή άνοιξε και εμβήκε. — Παππού, του λέγει, μη σε μέλη αν είμαι μικρά, θα σε περιποιηθώ τόσο πολύ, ώστε γρήγορα θα γίνης καλά.
— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα — εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.
Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα κλειδιά, που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί που η Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και ανακατωμένη από εντροπήν.
Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν