Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.

Εγώ από τον φόβον μου έως που να βγάλω εκείνα τα φορέματα και να ενδυθώ το ιδικόν μου ελησμόνησα εκεί μέσα το τσεκούρι και τα παπούτσια μου, και βγαίνοντας έξω από την σκάλαν, προτού να κλείσω την θύραν, βλέπω και ανοίχθη η γη, και ωσάν αστραπή εμβήκε μέσα το Τελώνιον.

Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Μα πριν προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ' εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε. Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου;! Εφοβήθηκα μην εννοήση τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ' ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ' εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου.

Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.

Μα στοχαζόμενος τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι.

Την επλησίασε. — Είμαι η σύζυγος του κυρίου που εμβήκε. — Α! — Και θέλω να ιδώ μόνη μου την δυστυχίαν μου! Η γραία εμειδίασε· εννόησεν ότι είχε να κάμη με ζηλότυπον. — Μα καμμιά δυστυχία δεν είνε, κυρία μου, είπε. — Τι σε μέλει; άφησέ με να έμβω· τοποθέτησέ με εις μέρος να ιδώ μόνη μου και η αμοιβή σου θα είνε μεγάλη. Έλεγε ταύτα, ενώ θηρία πολύμορφα, γνωστά και άγνωστα, εδάγκαναν την καρδίαν της.

Εμβήκε δε εις ενέργειαν, και το πρώτον έργον του εστάθη να διορίση νέους φροντιστάς, το οποίον ελύπησε καιρίως τον Καραϊσκάκην διότι υπετίθετο δυσπιστία εις τους παρ' αυτού διωρισμένους φροντιστάς.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν