United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν είδε η Ευδοκία πως ελπίδα πια δεν της έμνησκε, ως μήτ' από τον άντρα της ύστερ' από τις ιστορίες εκείνες με τον Παυλίνο, σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι στα Ιεροσόλυμα . Μα μήτ' εκεί δεν την άφησε ήσυχη η Πουλχερία· της αφαίρεσε κάθε βασιλικό δικαίωμα, κ' έμεινε εκεί ξόριστη, ώσπου απέθανε καλόγρια ύστερις από δεκάξη χρόνια, σ' εξήντα εννιά χρονών ηλικία. Ερχόμαστε τώρα στο Θεοδόσιο.

Κ' εσένα σε ξέρω από τα μικρά σου, όταν έβοσκες σ' εκείνο εκεί το λειβάδι το μεγάλο κοπάδι των γελαδιών· κ' ήμουνα κοντά σου σαν έπαιζες το σουραύλι σιμά σ' εκείνες τις ήμερες βαλανιδιές, όταν αγαπούσες την Αμαρυλλίδα, μα δε μ' έβλεπες, αν και στεκόμουνα πολύ κοντά στην κορασιά. Στα ύστερα όμως σου την έδωκα και τώρα έχεις παιδιά, που είναι καλοί γελαδάρηδες και ζευγολάτες.

Ξέσπασαν όλοι στα γέλοια· ο δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνισαν κ' εκείνες πίσω από τα μαντήλια τους.

Ο Περιγουρδίνος αββάς, έλαβε τότε το λόγο, και είπε: — Γιατί ένας ζητιάνος από τη χώρα της Ατρεβατίας άκουσε να λέμε ανοησίες· αυτό μονάχα τον ώθησε σε πατροχτονία, όχι όπως εκείνη του 1610, το Μάη το μήνα, αλλά σαν εκείνη του 1594 το μήνα Δεκέμβρη, και σαν εκείνες άλλων χρόνων κι' άλλων μηνών από άλλους αλήτες, που είχαν ακούσει ανοησίες. Ο αστυνόμος τότες εξήγησε τι συνέβαινε.

Και ποιο νησί στην Ελλάδα δε σε μαγέβει; Η Άντρο πάλι έχει και τη θάλασσα μαγεμένη. Πρέπει να διής τις αμμουδιές εκείνες, βαθιά μέσα στο λιμάνι, με τα βουνά γύρω γύρω.

Όθεν απεκεί και εις το εξής διά τον φόβον της προσταγής κάθε νύκτα μεταχειρίζομαι τες σκύλες εκείνες με τον τρόπον που είδατε οφθαλμοφανώς· και η αδελφική αγάπη που έχω προς αυτάς με παρακινεί εις θρήνον, διά να δείξω εις αυτάς ότι παρά την θέλησιν μου και με λύπην μου τας μεταχειρίζομαι ούτως· όθεν είμαι αξιοσυμπάθητη περισσότερον, παρά αξιοκατηγόρητος· Αυτή λοιπόν είνε η ιστορία μου, κραταιότατε βασιλεύ.

Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα.

Ο τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθια, πως κι ο Ζώης από τες σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε· μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε 'ςτα λόγια τούτα πως τούχε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ωρκίστηκε να μη ξαναβγή. Εκλείστηκε με τη αδερφή του 'ςτο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάση τες στερνές μέρες του με κάτι απομεινάρια που τούχε αφήκ' η φωτιά κι ο χάρος.

Τη φανταζούμαστε λοιπόν τη στενοχώρια και την οργή του Κωσταντίνου σαν κατέβηκε στη Νικομήδεια και βρήκε τον κόσμο ανάστατο. Και μήτε τότες δεν το καλόνοιωσε τι βάσανα κρύβανε μέσα τους οι φιλονεικίες εκείνες.

Κι από πού παίρνομε, αν όχι από τους Εμπρεσσιονιστάς, εκείνες τις θαυμαστές σταχτιές ομίχλες, που κατεβαίνουν έρποντας στους δρόμους μας, λερώνοντας τους φανούς του φωταερίου και μετατρέποντας τα σπίτια μας σε σκιές τεράτων; Σε ποιον χρωστούμε, αν όχι σ' αυτούς και στο δάσκαλό τους, τις αξιολάτρευτες ασημένιες καταχνιές που κατακαθίζουν επάνω στον ποταμό μας και μεταμορφώνουνε σε λιπόθυμες μορφές ωχρής χάρης την καμπυλωτή γέφυρα και τη σαλευόμενη λέμβο; Την έκτακτην αλλαγή στο κλίμα της Αγγλίας τα τελευταία δέκα χρόνια τη χρωστούμε ολότελα σε ωρισμένη σχολή Τέχνης.