Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παληοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή έξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάξη, κ' εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ' τα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παληοσάδια;»
Έβγαλε το λαρύγγι του. — Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε. Η φωνή του είχε γίνει τρυφερώτερη, λιγωμένη: — Άνοιξε, Μοσχαδώ. Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα. Πηδήματα βαρειά ακούστηκαν από μακρυά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα- Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.
Ένιωθα στα σπλάχνα μου ένα μαχαίρι να με σφάζη, από την πείνα. Αυτή κοιτάστηκε στα ποδάρια μου αναίστητη. Μήτε μιλιά, μήτε κρίση. Μια στιγμή δε βάσταξα. Της ρίχνουμαι, την πιάνω απ' το λαιμό με τα δόντια. Είχα γίνη άλλος άνθρωπος· θεριό μονάχο· ούτ' ήξερα τ' έκανα, ούτ' ήξερα τι μου γίνουνταν, ο Θεός να με συχωρέση.
Κι' αν ο Σώλσβουρυ, ο Βίσμαρκ, ή ο κύριος Ανδράσσυς Κάμνουν ότι ξεροβήχουν στας δικαίας σου προτάσεις, Τότε πλέον είν' ανάγκη την γροθιά σου να τους δείξης, Και τα δόντια σου αφρίζων με πολύν θυμόν να τρίξης. Τέλος πάντων, Δεληγιάννη, εις εκείνη την στιγμή Κάμε ό,τι ειμπορέσης για του έθνους την τιμή.
Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.
Από το πρωί άρχιζαν να κτυπούν την πόρτα μου οι ενδιαφερόμενοι δι' εμέ• έπειτα δε κατέφθαναν διάφορα δώρα προερχόμενα απ' όλα τα μέρη της γης. ΣΙΜ. Μήπως εχρημάτισες τύραννος μετά τον θάνατον μου, Πολύστρατε; ΠΟΛ. Όχι, αλλ' είχα πολυαρίθμους εραστάς. ΣΙΜ. Με κάνεις να γελώ• εραστάς εις την ηλικίαν σου, που έχεις ακόμη μόνον τέσσαρα δόντια; ΠΟΛ. Μα τον Δία είχα τους αρίστους της πόλεως.
Καθώς είχεν αρχίσει να βρέχη χιονόνερον, και να βοΐζη ο άνεμος σείων το καραβόπανον, το οποίον εφαίνετο πασχίζον να φράζη το φοβερόν χάσμα του τοίχου και της οροφής, όπως τα ράκη καλύπτουσι την γύμνωσιν της πτωχείας, κ' εγίνετο βοή, κ' εκρότουν από το ψύχος τα ολίγα δόντια που έμενον εις το στόμα της Σειραϊνώς, ο Πάπος, έτριζε τα δόντια τα ιδικά του, παρόμοια με μουτσούνας Αράπη, την αποκρηά, κ' έτριβε τας χείρας και εφώναζε·
Επληγώθη δε και ο Ιστιαίος ο γραμματικός επιχειρήσας να τους χωρίση, ο δε Κλεόδημος υποθέσας ότι ήτο ο Δίφιλος του έδωκε λάκτισμα εις τα δόντια και έπεσεν ο δυστυχής «αιμ' εμέων», όπως θα έλεγεν ο Όμηρός του. Η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης από ταραχήν και θρήνον. Και αι μεν γυναίκες περιεστοίχισαν τον Χαιρέαν και εθρηνολόγουν, οι δε άλλοι κατεγίνοντο να παύσουν την συμπλοκήν.
Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, Βράχους απάτητους, νεροσυρμαίς, Εξημερώθηκε μες 'ς τα Παλάτια, Εψυγομάχησε χίλιαις φοραίς. Το μνήμα επρόσμενε ...Λιγάκι ακόμα Να φτάση τώλειπε... πετιέται ορθός. Πηδά, ανδρειεύεται... το έρμο χώμα Σφίγγει 'ς τα δόντια του, πέφτει νεκρός. Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι Κι' ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά.
Αυτή η βασιλοπούλα είχε το πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν