Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Μά 'χε το νου του κι' άκουσε τ' αλύχτημα ο Μενέλας, κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του 90 «Ωχού, αν την πλούσια αρματωσά αφίσω, κι' αν το βλάμη πούχασε εδώ τη νιότη του για να τιμήσει εμένα, μήπως ρεζιλεφτώ αν κανείς με δει τυχόν δικός μας· μα αν πάλε Τρώες κι' Έχτορα σταθώ και πολεμήσω μονάχος, μήπως όλοι τους με ζώσουν πούναι τόσοι, 95 γιατί όλο δες! ο Έχτορας μου φέρνει το κοπάδι.
Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά μου τ' αναδέβει ο νους μου; Με δίχως τύχη αν πολεμάς θεοπροστάτεφτο άντρα, μεγάλο δεν αργεί κακό να βγει σου στο κεφάλι. Έτσι πιος θάβρει φταίξιμο αν δει πως τάχα ομπρός του 100 τραβιούμαι, αφού στον πόλεμο θεός τον διαφεντέβει; Μα ας είταν κάπου νάβρισκα τον αντριωμένο μου Αία!
Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνο;» φώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε!»
Και θα τους ρωτήσουμε αυτούς αν το έχουν για μικρό και ασήμαντο το ζήτημα να καθαριστούν τα ακάθαρτα, χάρις στην καθαρεύουσα, μυαλά του έθνους, και αν δεν είναι σπουδαίο, να στοχαζόμαστε καλά. Άλλως τε το είπαμε και παραπάνω, το είπε και κάποιος αρχαίος: «και τούτο δει ποιείν, κακείνο μη αφιέναι». Αυτή είναι η αρρώστεια, αυτή η σκλαβιά του μυαλού μας, που δεν τη νοιώθουμε πια, τόσο τη συνηθίσαμε.
Πώς αμαρτάνειν ημάς δοκείς, έφη ο Ποντίφιξ, ος το αναμάρτητον δις ανείπας; Εκόντι δ', έφην, δοκεί σοι εξείναι, ω Πάτερ. Εξείναι μεν ίσως, έφη, ου χρήναι δ' όμως. Ου γαρ, έφην, τοις απολλυμένοις βοηθείν χρεών; Τι σοι δοκεί, ή δ' ος, αμφοίν τοιν ολέθροιν πότερος χαλεπώτερος; ουχ ο πνευματικός; Έμοιγε, έφην. Πνευματικής δ' ου και της αρωγής δει τοις πνευματικώς απολλυμένοις; Φαίνεται.
Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.
Ο Βεζίρης απάντησε ότι φαίνεται ότι οι κυράδες που ζούσαν εκεί διασκέδαζαν με τους φίλους τους και θα ήταν καλύτερα ο Κύριός του να μην επιβάλλει την παρουσία του· όμως στον Καλίφης είχε σφηνωθεί η ιδέα να δει τι συμβαίνει και επέμενε να εισακουστεί η διαταγή του.
Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω, ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης 370 να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει, σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια.
Και γύρω στα χείλη της έπαιζε ένα χαμόγελο, που νόμιζα πως κάποτε το είχα δει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε. — Δεν κλαίω πια, είπε. Κ' η φωνή της είχε έναν ήχο σχεδόν προκλητικό, όταν πρόστεσε: — Αυτό είναι και το μυστικό μου. Ακολούθησα τη διάθεσή της χωρίς να νοιώσω τα λόγια της. Είμουνα ευχαριστημένος κ' ευτυχισμένος με το συναίστημα πως μας χαμογελούσε ξανά η ζωή.
Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κόσμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους. Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ' ανώμαλα ρήματα! Ποιος να σ' ακούση, κι αν τους το πης, πως για νάχη, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλή και να γράφη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν