Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Τότε ο λεβέντης Έχτορας γυρίζει και του κάνει 520 «Πάρη, κακό δε θα σου πει κανείς με δίκια γνώμη, να θε σε δει στον πόλεμο, γιατί είσαι παλικάρι. Μα αφίνεις μόνος και δε θες.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.

Ο ψεύτικος τυφλός άκουγε και κρατούσε σφιχτά επάνω του το κλεμμένο δισάκι. Άρπαξε το χέρι του Ιστένε και του είπε: «Μείνε μαζί μου, διάολεΈμειναν έτσι με τα χέρια ενωμένα, όπως τους είχε δει ο Έφις να βγαίνουν από την καζάρμα του Φόνι, και έμοιαζε να τον περιμένουν κάπως προκλητικά να μιλήσει.

Ο Έφις πήγε μια μέρα να τον δει και ανάμεσα στο θόρυβο της μηχανής και στις κινήσεις των χλωμών μορφών μπροστά σ’ ένα φλεγόμενο φόντο, ανάμεσα στο μπλέξιμο των σκιών και στο τρίξιμο των βαρών, του φάνηκε πως διέκρινε μια μικρογραφία του Καθαρτηρίου και τον Τζατσίντο να βασανίζεται ανάμεσα στους κολασμένους, περιμένοντας ωστόσο στο τέλος την εξιλέωση.

Μα αν την καρδιά του ίσως καμιά μαντολογιά δειλιάζει, καμιά αν του ξέρει η σεβαστή μητέρα του απ' το Δία, 795 μα ας στείλει εσένα, και μαζί ας βγει και τ' άλλο πλήθος των Μυρμιδόνων, μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι.

Και όμως είνε και πάλιν η Μαρία και ουχί ο Ιωσήφ, ήτις τολμά να του απευθύνη τον λόγον εις μίαν γλώσσαν τρυφεράς μομφής: «Τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; Ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε». Και επακολουθεί η απάντησις του παιδός, η τόσον συγκινητική εν τη απλοϊκή αθωότητι αυτής, η τόσον ανεξερεύνητος εις το βάθος της σοφίας της, η τόσον απείρως σημαντική, αφού αποτελεί τους πρώτους λόγους τους οποίους είπεν ο Χριστός: «Τι ότι εζητείτε με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με

Το μικρό το παραμυθάκι — Ο Μάγοςταφιέρωσα τότες στον Τρικούπη, κι αφτό λέει τακόλουθο γραμματάκι μου στο Δροσίνη. Ελπίζω καμιά μέρα να πω περισσότερα για τον Τρικούπη απ' όσα προφταίνω να πω εδώ, που δεν είναι κι ο τόπος. Όταν του αφιέρωσα το Μάγο, δεν τον είχα δει ακόμα. Τον είδα, σα γύρισα στην Αθήνα, στα 1893.

Μανθάνω, ην δ' εγώ, αλλ' ου και κοσμικής δει αυτοίς αρωγής; Ουκ, έφη, πριν αν την πνευματικήν τελεσιουργόν γενέσθαι. Τι ότι, ην δ' εγώ, η Ρωμαίων Εκκλησία διπλήν την εξουσίαν δρέπει; Ουχ ότι και διττώς χρη αυτήν ευ ποιείν; Πείθομαι, έφη. Ου γαρ αν οι Απόστολοι τοιαύτην αυτή κατέλιπον. Σύνοιδα, έφη. Ανάγκη άρα αυτή αμφοτέρας ασκείν. Ανάγκη, έφη. Εκατέρα δε χωρίς εκατέρας ουκ ανύσιμος. Ξύμφημι, έφη.

Πού νάταν τότε εκεί κανείς να δει και να σαστίσει, κάπιος π' ακόμα αλάβωτος από σπαθί ή κοντάρι 540 να γύριζε καταμεσύς, κι' η Αθηνά απ' το χέρι κρατώντας τον, τις κονταριές μακριά του να σκουντούσε· τι Τρώων κι' Αχαιών πολλά κορμιά τη μέρα κείνη χάμου στα βούρκα θάβλεπε στρωμένα δίπλα δίπλα.

Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουνΑναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο. «Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν