Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


ΔΟΡΑΝΤ Τι είνε αυτά που λέτε, κυρία Ζουρνταίν; Και πώς σας πέρασε από το νου ότι ο σύζυγός σας σκορπά την περιουσία του; Νομίζετε πως ο κύριος Ζουρνταίν προσφέρει το γεύμα αυτό στην κυρία; Εγώ το προσφέρω· αυτός μόνο το σπίτι του μου δάνεισε, και πριν πήτε όσα είπατε, έπρεπε να είχατε εξετάσει καλύτερα τα πράγματα.

Έπεσετα πόδια μου με τα δάκρυα, σαν μωρό, και μου είπεν. Απ' τον Θεόν και στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο να στήσωτην Καπνικαρέα ένα τραπέζι να πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω μια φορεσιά ρούχα το ελάχιστο. Σε λίγαις ημέραις θα τον φάνε τον Γέρω, τέλος πάντων. Και άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Το βλέπω κ' εγώ.

Δεν το κατώρθωσε όμως, όχι τάχα πως είχε τότες κακή θέληση, μα γιατί καθότανε σε μιαν καρέγλα κ' έγραφε στα γόνατά του, κ' έτσι δεν πρόφταινε, αφού πιο γρήγορις από το κοντύλι τρέχει πάντα η κουβέντα. Έβαλε το λοιπόν κάτι πράματα, που δεν τα είπα στη ζωή μου, όπως θα το καταλάβη ο καθένας από μερικούς τύπους που θα μου τους δάνεισε ο Μποέμ, γιατί εγώ δεν τους συνηθίζω.

Είπε ότι είσαστε ωργισμένη εξ αιτίας αυτού μοναχά του αδικήματος: ξεσχίσατε στη θάλασσα ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι που φέρνατε από την Ιρλανδία, και σας δάνεισε το δικό της τη βραδυά των γάμων σας. Αυτό ήταν, έλεγε, το μόνο της έγκλημα. Είπε την ευγνωμοσύνη της σε σας για τόσα καλά που της κάνατε, και παρακάλεσε το Θεό να προστατεύση την τιμή σας και τη ζωή σας.

Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. — Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. — Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον.

Πιος άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα αν οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε βγάλεις; Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια. 35 Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα, μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα τα παλικάρια μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι . Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου, 40 ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.

Η γυναίκα τον λοξοκοίταζε, ενώ περνούσε τα καινούργια κορδόνια στα παπούτσια της, χωρίς να πετάξει τα παλιά, που μπορούσαν ακόμη να χρησιμέψουν στο δέσιμο κάποιου πράγματος. Γιατί όμως εκείνος μιλούσε έτσι, με τόνο παρακαλεστικό σαν ζητιάνος; Την κορόιδευε ή είχε πυρετό; «Έφις, ψυχή μου, γύρισες τον κόσμο και έλιωσαν τα παπούτσια σου και το μυαλό σουΠαρόλα αυτά του δάνεισε τα χρήματα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν