United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη;

Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.

Την πρωίαν της αυτής ημέρας, προτού να εμφανισθή ο Πρωτόγυφτος επανερχόμενος με την ράβδον του και με το βραδύ βήμα εκ της χρονίας εκδρομής, η Γύφτισσα, πρώτη εξεγερθείσα εκ του ύπνου και εξελθούσα τα χαράγματα εκ της καλύβης, προσέκοψεν επί πράγματος τινος, αποφράττοντος την διάβασιν εκτός της Πύρας, παρά τον ουδόν.

Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.

Θα λείψη και ο μπελάς της. — Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς; — Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο. — Ποιο &μούχτι&; — Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της. — Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!... Ο Μάχτος ηγέρθη.

Δεν ξεύρω τι έπαθες, μικρέ μου. — Αλλ' αύτη δεν είνε εδώ, είπε παραπονετικώς ο Μάχτος. — Και σαν δεν είνε, θάρθη. — Πότε θάρθη; — Το γρηγορώτερο. — Και σαν δεν έρθη; — Πώς γίνεται να μην έρθη; — Ξεύρεις καμμιά φορά. Ωχ, μάννα μου, θαποθάνω... Και κατενεχθείς επί του εδάφους, ήρχισε να κλαίη με αληθή δάκρυα. — Σε καλό σου, μικρό μου, είπεν η Γύφτισσα υπέρ την κεφαλήν αυτού. Τι έχεις;

Το όνομα &γύφτισσα&, το ζοφερόν τούτο μορμολύκειον των νηπίων, το κατάμαυρον εκ σκωρίας και καπνού, ο κεραυνός ούτος της περιφρονήσεως, ο εκσφενδονιζόμενος καθ' εκάστην κατά των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, δεν ερρίπτετο μόνον κατά της δυστυχούς γραίας, ερρίπτετο και κατ' αυτής της Αϊμάς.

Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα. Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της. Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά.

Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!