United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.

Διότι, αυστηρώς αν κρίνωμεν τα πράγματα, η Αϊμά ουδέν το γελοίον είχεν. Αλλ' αι καλαί γειτόνισσαι εγέλων, μόνον διότι ήτο γυφτοπούλα. Διά του ονόματος τούτου εξεδικούντο δι' ό,τι φοβερόν υπέστησάν ποτε εκ του άλλου τύπου, &γύφτισσα&. Διότι η Αϊμά, παρά πάσαν την σοβαρότητά της, εφαίνετο φαιδρά, ένεκα της νεότητος αυτής.

Προτίμησα τη Γύφτισσα, διότι οι Εβραίισσες δε βγαίνουν ποτέ από την πολιτεία και μάλιστα να κατοικούν σε σπήλια, ενώ οι Γύφτισσες πολύ συχνά ζουν στην ερημιά. Πολύ σπάνια και άντρες κάνουν το μάγο, κανένας όμως Χριστιανός. Γύφτοι οι πλειότεροι.

Να βρη ποτάμι να πνιγή, να βρη γκρεμό να πέση, Κι’ εκεί που γοργοπήγαινε κι’ όλο μπροστά τραβούσεν, Ο δρόμος τον ετράβησε σ’ έν’ άγριο κορφοβούνι, Πούχε γκρεμούς και βάραθρα και τρόχαλα και σάρες Και τη στιγμήν όπου έσκυψε στην άβυσσο να πέση, Μι’ αναμαλιάρα Γύφτισσα τον άρπαξε από πίσω.... Την είδε κι’ ανατρόμαξε και πάγωσε η καρδιά του Από τον φόβο τον πολύ και την πολλή τρομάρα.... Είταν ψηλή σαν ξέρακας, σκεβρή και κοκκαλιάρα, Στεγνή, κακογεράματη, με μάτια βυθισμένα Μέσα σε κόχες βαθουλές, σα φωλιασμένα φείδια, Φλογέρες τα ποδάρια της, τα χέρια της περόνια, Φτωχοντυμένη, σκυθρωπή, με στόμα αραχνιασμένο.

Κοντά εις την ιδικήν σου η Διδώ ήτο μία χήνα, η Κλεοπάτρα μία γύφτισσα, η Ελένη και η Ηρώ πατσαβούραι, η Θίσβη μία ανάλατη γαλα- νομμάτα. Signor Ρωμαίε, bonjour. Ιδού γαλλικός χαιρετισμός διά τα γαλλικά σου βρακιά. — Καλά μας την έπαιξες χθες. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή σας ημέρα και τους δύο. — Τι σας έπαιξα; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μας εξέφυγες, Κύριε· μας εξέφυγες.

Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν' αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην.