Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.
Ως τόσο η Βαβυλώνα — πού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχη — έλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.
Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε· — Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.
— Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;
Οι δύο νέοι, ως τον έβλεπον, έπαυον τα συρίγματα και ηναγκάζοντο να δάκνωσι τα χείλη των, όπως φαίνονται σοβαροί. Ο ξένος εφαίνετο μεγαλοπρεπής και ενεδύετο πλουσίως. Η Γύφτισσα εθαύμαζε τον καλόν τρόπον του ξένου, είχε δε λησμονήσει εντελώς την εξέτασιν, εις ην την υπέβαλεν ούτος περί της νέας Αϊμάς.
— Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος. — Τι, διά πολύν καιρόν; — Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου; — Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα. — Δεν αγροικάς; — Ναι. Τι θέλεις να πης; — Έχεις δίκαιον. — Αμμή;... — Άλλο ήθελα να είπω. — Τι άλλο; — Διά πόσα χρήματα; — Χρήματα; — Ναι. — Τι θα πη; — Άσπρα. — Ε, και τι; — Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας; — Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα.
— Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.
Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.
Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;
Πας διαβάτης, παν παιδίον, πας μοχθηρός γείτων, πάσα κακότροπος γραυς εξετόξευε το βέλος τούτο κατά της ατυχούς Αϊμάς. Τι να πράξη τότε; Αναλογιζομένη ότι ήτο γύφτισσα, ότι ήτο καταδικασμένη να είνε γύφτισσα, ώφειλε τουλάχιστον να συμπονή τους συναδέλφους αυτής εν τη δυστυχία. Πανταχού όπου μετέβαινεν, όπου ίστατο, όθεν διήρχετο, ερρίπτετο κατ' αυτής ως λίθος αναθέματος η λέξις αύτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν