United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' η βροχή που απ' την αυγή ασταμάτηγη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει τ' ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι' από τα τρυπημένα τους ρούχα ζώνεται ως μέσα στα ζόρκα κορμιά τους και τα καταποντιάζει. Τα δύστυχα! . . . Αραδαριά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς δουλιά, κι' άλλοι με σκυφτά τα κεφάλια, λες κι' ακαρτερούν βοήθεια από τον ουρανό.

Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης. Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο!

Ως τόσο οι Έλληνες, που δεν κατάφεραν, για τους λόγους που αναφέραμε, να πάρουν την Πόλη και να ξανακάνουν το Ανατολικό τους κράτος, όμως κατώρθωσαν να πλάσουν, με τη βοήθεια της Ευρώπης, που τους συμπάθησε για τον αγώνα τους, ένα μικρούτσικο κράτος σ' έναν τόπο που κατοικούσαν πυκνά ελληνικής φυλής άνθρωποι.

Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.

Εμάς δεν μας έρχεται να το καταλάβουμε πως δεν έχουμε τέτοιες κληρονομιές, εμάς μας θάμπωσε η ξυπνάδα, και δεν το καλοβλέπουμε πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά μονάχοι μας να συγυρίσουμε το νοικοκεριό μας. Εμάς ακόμα μας νανούριζ' η ελπίδα πως θα μας έρθη βοήθεια από Βοριά κι από Δύση, για χατίρι του μεγάλου σογιού μας. Ο Στόικος προγόνους δεν είχε.

Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, το κορμί μου επάγωνε· εφώναζα σαν να μ' εχτυπούσαν· εσώπαινα σαν να ήμουνα νεκρός· έμπαινα στα ποτάμια σαν να εκαιγόμουν· έκραζα βοήθεια τον Πάνα, επειδή κι αυτός αγάπησε την Πύτη. Ευχαριστούσα τον αντίλαλο, που εφώναζε τόνομα της Αμαρυλλίδας ύστερ' από μένα. Ετσάκιζα τα σουραύλια, επειδή μου γήτευαν τα βόιδια, μα δε μούφερναν την Αμαρυλλίδα.

Δεν της έλειπε όμως, σα γυναίκα που είταν, και κάμποση τετραπερωσύνη, και δείγμα της πρόχειρο έχουμε την παγίδα πούστησε του εχτρού της του Ιωάννη Καππαδόκη για να τον ξεκάμη, όταν τον έμπλεξε, με τη βοήθεια της γυναίκας του Βελισαρίου της Αντωνίνας, σε συνωμοσία εναντίο του Αυτοκράτορα, και ξορίστηκε τότε στην Κύζικο κ' έγιν' εκεί ιερέας . Και μάλιστα μήτε τότες δεν τον άφησε η Θεοδώρα ήσυχο, ώσπου τον ξεγύμνωσε απ' όλα τα πλούτη του.

Οι δε πολίται οι σοι ου πνευματικώς απόλλυνται; Και μάλα. Πνευματικής άρα αυτοίς δει της βοηθείας. Δοκώ μοι. Τις δε πνευματική βοήθεια κρείττων, ουχ η διά των ευχών και δεήσεων; Μάλιστα. Ευχάς δε και δεήσεις ου καθ' ημέραν η Εκκλησία τοις σχισματικοίς δωρείται; Αληθές, ην δ' εγώ. Ευ τοίνυν και καλώς αυτοίς βοηθούμεν. Εύ γε. Άρα πέποιθας; έφη.

Καλοστρώνουνται οι φίλοι, μέσα στον κάμπο του Ασκυφού, και μας απαντέχουνε να κατεβούμε να τους προσκυνήσουμε. Εμείς πάλε είπαμε, παρά προσκύνημα κάλλιο την τέχνη μας την παλιά. Όλη νύχτα την περάσαμε τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια από τα χωριά. Ως και στο Μαλαξά στείλαμε και φωνάξαμε τους μερικούς Ασκυφιώτες, που φύλαγαν εκείνο το κάστρο, νάρθουν κι αυτοί.

Εξ αυτών ο πρώτος ίσως είχε μέσα του σκοπόν και απόφασιν, τη βοηθεία των φίλων του, τους οποίους είχε κατηχήσει, ν' αρπάση την Λουκρητίαν, να την στεφανωθή λάθρα, και να λάβη την προίκα της διά ψυχολογικής βίας από την κληρονομίαν της Σοφίας εκ της περιουσίας του μακαρίτου.