Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ουδέ σου αφίνει πιάσιν να τον εξετάσης, αλλά με τρέλλαν πονηρήν αναμερίζει, άμα νοεί 'πού θα τον φέρναμεν εις θέσιν του αληθινού του πάθους κάτι να εξηγήση. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Σας εδέχθη καλά; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Ως ευγενής τωόντι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Με πολλήν όμως της ψυχής στενοχωρίαν. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Σπανίως ερωτά, πληντα ερωτήματά μας ελεύθερ' απαντά. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Να διασκεδάση κάπως τον έχετε καλέση;

Δίκαιε Ουρανέ, είνε τούτη η τύχη όλων εκείνων που εθεώρησαν ετούτην την ζωγραφιάν, να αγαπήσουν την απάνθρωπον, και σκληρόκαρδον βασιλοπούλαν που παρασταίνει; αλλοί εις εμέ· γροικώ αρκετά ότι αυτή κάνει και εις εμέ εκείνο το ίδιον που έκαμε και εις το βασιλόπουλον που την είχε· ποία μεταλλαγή είνε τούτη, ω μεγάλε Θεέ; Εγώ ολίγον εμπροσθήτερα δεν εκαταλάμβανα πώς ημπορούσε να δοθή μία ζωγραφιά να κάμη τέτοιον αποτέλεσμα, και να πηγαίνουν ωσάν τυφλοί να θανατώνωνται, και τώρα να μη βλέπω πράγμα που να μου φοβερίζη τον θάνατον; όχι, βασίλισσα απαρομοίαστη, ακολούθησεν αυτός θεωρώντάς με βλέμμα γλυκύ την εικόνα, κανένα εμπόδιον δεν με κρατεί· εγώ σε αγαπώ με όλον που είσαι σκληρή, και αποφασίζω ετούτην την ώραν ή να σε κερδίσω, ή να αποθάνω και εγώ διά την αγάπην σου μαζί με τους άλλους.

ΧΟΡΟΣ Πόσον χαρμόσυνοι δι' εμέ είναι οι λόγοι ούτοι του αγγέλου, ω βασίλισσα, αφού λέγει ότι το τέκνον σου μένει ήδη ζωντανόν εν μέσω των θεών!

Είπε πώς είχε πιή στη θάλασσα την αγάπη και το θάνατο. Είπε την προδοσία των βαρώνων και του νάνου. Είπε πώς ωδηγήθη η Βασίλισσα στην πυρά, πώς παρεδόθη στους λεπρούς, και της αγάπες τους στο μεγάλο άγριο δάσος. Πώς την είχε παραδώσει στο Βασιληά Μάρκο. Και πώς, αφού έφυγε μακρυά της, θέλησε ν' αγαπήση την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ω αληθούς βαρυθυμίας βασίλισσα, χύσον επ' εμού τα δηλητηριώδη υγρά της νυκτός, ίνα η κατά της θελήσεώς μου αποστατούσα ζωή αποσπασθή απ' εμού. Κατά του σκληρού λίθου του σφάλματός μου ρίψε την καρδίαν μου, ήτις αποξηρανθείσα εκ της λύπης θα κατασυντριβή, και θέση τέρμα εις όλας τας αγενείς μου σκέψεις.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υπομονή, καλή μου κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις; — Φύγε απ' εδώ. Άθλιε, πανούργε! μη σου πετάξω τα μάτια και τα ποδοκυλίσω ως σφαίρας· θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά. Θα μαστιγωθής διά μεταλλικού σύρματος, θα σε αλείψουν με άλμην, και θα σε ψήσουν σε ολίγην φωτιά. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εγώ μόνον την αγγελίαν φέρω, ερασμία βασίλισσα, δεν ανεμίχθην εις τον γάμον.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι 'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου δικαίως. ΑΜΛΕΤΟΣ Η Βασίλισσα πώς είναι; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Άμα τους είδε να αιματώσουν δείλιασε. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όχι, όχι· το πιοτό, το πιοτόΑμλέτε μου, ψυχή μουτο πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη. ΑΜΛΕΤΟΣ Κακούργημα! την θύραν κλείστε!

Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις αυτήν έκαμαν.

Κι' ο Βασιληάς του το παραχώρησε μπροστά σ' όλους τους ανθρώπους του παλατιού του. Τότε ο Καερδέν προσέφερε στη Βασίλισσα μια ωραία πόρπη δουλεμένη με φίνο χρυσάφι.

Ξαναρχόμαστε λοιπό στη βασίλισσα μας τη Θεοδώρα, όμως μα την αλήθεια με πόνο ψυχής που έγινε η πρώτη πρώτη ζωή της του κόσμου θέαμα και παιχνίδι και που θαμπώνεται η περίλαμπρή της κορώνα με της νιότης της τα ψεγάδια. Είτανε στον καιρό του Αναστασίου κάποιος Ακάκιος από την Κύπρο, θεριοθρόφος του ιπποδρομίου, κ' είχε τρεις κόρες· την Κομιτώ, τη Θεοδώρα και την Αναστασία.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν