United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.

Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε. Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση. Το κοράκι δε χαμήλωσενούτε για να ιδή αν είμαστε πεθαμένοι. Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας. Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν. Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμοκαι δε μας πήρε στα παραμύθια της.

Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Δύο αστέρια τ' ουρανού, τα ωραιότερα του, θέλουντην γην να καταιβούν, και ως που να γυρίσουν παρακαλούν τα μάτια τηςτους ουρανούς να λάμπουν.

Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναντη Δύση Τους απαντούντα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του.

« Απέθανα κ' ήλιος λαμπρός «'Στήν Ήπειρο προβαίνει, «'Σκορπίσθηκε το σύγνεφο, » Ελάμψανε τ' αθέρια, » Και το φεγγάρι 'πρόβαλε » Γελούμενο, τ' αστέρια » Εβγήκαν, άμα 'πώθανεν » Ο υιός του Τεπελένι

Η Κόρη κάθονταν ψηλά σε γυάλινον εξώστη Και κένταε μ’ αργυρές κλωστές, χρυσές και μεταξένιες, Απάνω σε κατάλευκο μεταξωτό μαντήλι, Όλα τα λούλουδα της γης και τ’ ουρανού τ’ αστέρια, Μαντήλι μοσκομάντηλο και της χαράς μαντήλι, Που θα φορούσε τη Λαμπρή, σαν θάσαρνε με χάρη Το σαραντάδιπλο χορό στο χωροστάτι μέσα, Κι’ εκεί που βαρυοξόμπλιαζε κ’ εκεί π’ ωριοκεντούσε Την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη, Κι’ έβανε στην εφτάστερη την πούλια αχνή λαμπράδα Κι’ αχτίδες ς’ τον αυγερινό, του ήλιου θυγατέρες.

Πώς άστρο βγαίνει στης νυχτός την πίσσα μες στ' αστέρια, ο Σείρης, τ' άστρο που ψηλά πιο στέκει ωραίο απ' όλα, τέτια κι' η λάμψη απ' τ' όπλο του, που στο δεξύ το χέρι τ' ανέμιζε έχοντας κακούς σκοπούς, και με το μάτι 320 θωρούσε τ' όμορφο κορμί που θ' ανοιχτεί πιο πρώτα.