Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουλίου 2025
Εις όλας δε τας ερωτήσεις των πιστών, ο Πέτρος απεκρίνετο με ήρεμον χαράν: — Είδον τον Κύριον. Τον είδον . . . Την αυτήν εσπέραν μετέβη εις το κοιμητήριον του Οστριανού, όπως διδάξη τον λόγον του Θεού και βαπτίση εκείνους, οίτινες ήθελον να λουσθώσιν εις το ύδωρ της ζωής. Έκτοτε ήρχετο εκεί καθ' εκάστην, και πλήθη οσημέραι πολυαριθμότερα τον ηκολούθουν.
Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.
Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων• και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της.
— Εγώ θέλω καπετάνιο, παρεπονείτο η Φανιώ, παίζουσα και αστεϊζομένη, κ' έκαμνε πως κατέβαζε τάχα τα μούτρα, καταγινομένη εις της μπαμπακούλες. — Καπετάνιο! απεκρίνετο η Γερακούλα μετά τινος μυστικού πόνου· και εσιώπα, αφαιρουμένη εις τα ζωηρά της φλογός παιγνίδια. — Aχ! ανεστέναξε τότε ο γέρων, ακούσας ως εν ονείρω την οδυνηράν λέξιν και αφυπνισθείς.
Αν λοιπόν επιθυμής ν' ακούης εμέ και τον Πρωταγόραν, παρακάλεσε αυτόν, καθώς κατ' αρχάς μου απεκρίνετο μ' ολίγα λόγια και εις εκείνα ακριβώς που τον ηρώτων, έτσι και τώρα ν' αποκρίνεται· αν δε όχι, τι τρόπος συνδιαλέξεως θα είναι αυτός τότε; Διότι εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι το να συναναστρέφωνται μεταξύ των οι άνθρωποι συνδιαλεγόμενοι και το να δημηγορούν είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Όταν εστοχάζετο ότι εψήθησαν από το ένα μέρος, ηθέλησε να τα γυρίση και από το άλλο, και ευθύς που τα εγύρισεν αιφνηδίως έγινε μία ταραχή μεγάλη και, ω τέρας αξιοθαύμαστον! άνοιξεν ο τοίχος του μαγειρείου, και εβγήκεν έξω μία κόρη θαυμαστή εις την ωραιότητα και εις το κάλλος, ενδεδυμένη με χρυσά και πολύτιμα φορέματα· εκρατούσεν εις το χέρι της μίαν βέργαν από μύρτον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι εκτύπησεν ένα από τα ψάρια με την βέργαν, και λέγει· «ω ψάρι, ψάρι, κάμνεις εσύ το χρέος σου ως σου τυχαίνει;» και επειδή το ψάρι δεν απεκρίνετο αυτή πάλιν είπε τα ίδια λόγια· τότε και τα τέσσαρα ψάρια ομού σηκώνοντας τα κεφάλια των απεκρίθησαν μεγαλοφώνως ταύτα τα λόγια·
— Έν κοιλόν χρήματα το καθέν, απεκρίνετο εκείνος. — Τρελός είσαι; του έλεγαν. Μη θαρρείς ότι έχομεν τα χρήματα με το κοιλόν; Αλλ' εκείνος εφώναζε: «Δέρματα! δέρματα!» και απεκρίνετο τα ίδια εις όσους τον ερωτούσαν, πόσον τα πωλεί.
Ο Πετρώνιος, αν ήτο βέβαιος ότι ο Βινίκιος και η Λίγεια θα ήσαν ήδη έξω της πόλεως, θα απεκρίνετο: «Ενυμφεύθη με την άδειάν σου και ανεχώρησεν». Αλλ' ενώπιον του αλλοκότου μειδιάματος του Νέρωνος, είπε: — Η πρόσκλησίς σου, Καίσαρ, δεν τον εύρεν εις τον οίκον του.
— Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς. — Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα. — Θωρείς το, μα θέλει τ' ο Θεός να δουλεύγωμε για μια ψυχή και να μη μάςε λέη μουδ' ένα καλημέρα;
Εκείνη εθύμωνε μαζή του με τα σωστά της, βλέπουσα ν' αμελή εαυτόν προς χάριν της· δεν ήθελε, αυτός, το καλλίτερο παλληκάρι να είνε παρηγκωνισμένος και άλλοι νέοι, οπού δεν έφθαναν εις τα μισά του, να τον υποσκελίζουν, μόνον και μόνον διότι εφρόντιζε να κρύπτεται. Και ήρχοντο συχνά εις λόγους δι' αυτό και ο Αντωνέλλος, εις τα επιχειρήματα της αδελφής απεκρίνετο θυμωμένος· — Γύρευε τη δουλειά σου.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν