Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας. Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό.

Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.

Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, είντα δε θάχω να σου γράψω, πουλάκι μου! Πόσα πράμματα δεν τα λέει κιανείς καλλίτερα με την πένα! Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθώμεστα. Και το Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε: — Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα; Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου.

Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.

Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία.

Μια μέρα φθάσαμε ανατολικώτερα σάλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολώτερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είνε η ψηλότερη και πειο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κεπειδή ξεπερνά στο ύψος όλο τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο.

Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κέκανα όνειρα για τα κυνήγια που θάκανα. Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλείτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος. Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κεφοβήθηκα πως με γελούσαν. — Και το δικό μου τουφέκι πούνε; Δε μούπες πως θα μου δώσης ένα τουφέκι να τώχω μοναχικό;

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν