Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Πολλάκις δε, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εκ της Τροιζήνος και της Αιγίνης, όπου έζη εξόριστος, έστρεφε τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων προς την καταδικάσασαν αυτόν πατρίδα. Ενώ διήρκει η εξορία του, έφθασεν εις τας Αθήνας η είδησις του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μία ή δύο ημέρας έμενον έτι εις Αυτόν, καθ' ας θα εξηκολούθει να εκτελή τα έργα του ελέους Του επί πάντας τους ζυτούντας Αυτόν· μετά τούτο, ο χρόνος θα ήρχετο ότε θα ανεχώρει διά τελευταίαν φοράν από τον τόπον ένθα διήλθε την νεότητά Του, και θα έστρεφε το πρόσωπόν του ευσταθώς προς την Ιερουσαλήμ.

Ότε δε πάλιν εξήλθεν εκείθεν μετ' ολίγα λεπτά, εκράτει εις χείρας του ικανώς ογκώδες και κομψώς δεμένον βιβλίον, έστρεφε δ' ενίοτε οπίσω το βλέμμα του, ως αν εφοβείτο μη παρηκολούθει αυτόν αδιάκριτος οφθαλμός.

Στηριζόμενος επί των χειρών του, έστρεφε την κεφαλήν ως ζώον το οποίον έχει συλληφθή εις τα δίκτυα, και έρριπτε παράφρονα βλέμματα ζητών να ίδη πόθεν θα επήρχετο ο θάνατος· Δεν επίστευεν ακόμη ούτε τους οφθαλμούς του ούτε τα ώτα του, και δεν ετόλμα να ελπίση ότι θα του έδιδον χάριν. Ολίγον κατ' ολίγον συνήλθεν εις εαυτόν. Τα χείλη του μελανιασμένα έτρεμον ακόμη από φόβον.

Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία. Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα. Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.

Προς τας γυναίκας ουδόλως έστρεφε το βλέμμα ο ερημικός μοναχός, των ασκητικών διατάξεων μη επιτρεπουσών τούτο.

Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα.

Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα, και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη.

Αυτοί όμως που βρίσκονταν δώθε από το τοιχάκι δεν τον άφηναν ήσυχο να ατενίζει μια τέτοια ομορφιά. Εκείνος δεν έστρεφε πλέον το πρόσωπο προς αυτούς∙ μόνο μια μέρα ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο του και μια φωνή που τον καλούσε σιγά σιγά στο αυτί τον έκαναν να τιναχτεί. «Έφις! ΈφιςΤο πρόσωπο του Τζατσίντο, τα γλυκά του μάτια, υγρά από συμπόνια ήταν καρφωμένα επάνω του.

Εξ άλλου όλοι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά σοβαροί, μέσα στη φτωχική καλύβα των Πιντόρ. «Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι», έλεγε η ντόνα Έστερ, σερβίροντας το δείπνο στον ανιψιό, ενώ η ντόνα Ρουθ τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και ο Έφις έβγαζε από το δισάκι ένα βαρελάκι κρασί και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεφε για να χαμογελάσει στα αφεντικά του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν