Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.

Με ποια μελαγχολία παρακολουθούσαμε τις αλλαγές της φύσης, πώς θεριζόντανε τα λιβάδια με τα λαμπρά άνθη τους, πώς κιτρινίζαν τα σπαρτά και τα καλάμια ψηλώνανε και φουντώνανε στο γιαλό και σχηματίζαν ένα πυκνό πράσινο δάσος με μενεξεδένιες κορυφές εκεί που πριν έσπαζε το κύμα παιγνιδιστό απάνω στις πέτρες.

Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.

Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους. — Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα! Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.

Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια. Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του.

Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουνΤέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.

Εκατό φορές τις είχε ακούσει τις ίδιες κουβέντες. «Σαν ξεκουτιάνη ο άνθρωπος όλο και τα παληά του αναθυμάται». Είχε δίκηο η μάννα της που του τώλεγε. Μα η Ουρανίτσα δεν πολυπρόσεχε κι' όλα στα λόγια του. Ο νους της ταξίδευε. Η νοτιά είχε δαιμονιστή. Το σπίτι κουνιότανε συθέμελο.. Από καιρό σε καιρό καθώς έσπαζε το κύμα στο μώλο, τα νερά χτυπούσαν τα ντζάμια σα χαλάζι.

Το κύμα έσπαζε στα πόδια τους κ' η Παυλίνα, κυττάζοντας το κύμα, έλεγε παραπονετικά μέσα της: — Αλλοίμονο! κανένα κύμα δε μούφερε το μεγάλο διαμάντι....

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν