Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Σεπτεμβρίου 2025
Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.
Δεν εβάσταξα, έσκυψα στο χέρι της και το εφίλησα με γλυκύτατα δάκρυα, και εκύτταξα πάλιν εις τα μάτια της. — Θαυμαστέ ποιητή! να έβλεπες την αποθέωσίν του εις τούτο το βλέμμα, και εγώ είθε ποτέ πλέον να μη ακούσω προφερούμενον το τοσάκις βεβηλωθέν όνομά σου! 19 Ιουνίου,
Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή.
Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.
Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων. Ηύχοντο δε εξ όλων των μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα• διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί, θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου.
Μάζεψα τα γραμμένα φύλλα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, έπειτα βγήκα σιγά και πήγα κι ακροάστηκα στην πόρτα της κάμαρας του Σβεν. Η γυναίκα μου την άνοιξε και κοίταξε όξω. Έσκυψα σιμά της και της είπα: — Είναι έτοιμο. Μου χαμογέλασε κ' η φωνή της έκλεινε έναν κόσμο ευτυχίας, όταν απάντησε: — Κοιμάται τόσο ήσυχα. Δεν το πιστεύω να υπάρχη κίντυνος.
Είναι μαζί κ' η απορία για κείνα που έχουν γίνει, η ίδια απορία που σαλεύει στο βάθος κάθε συνειδητής ζωής — — — Τη στιγμή αυτή θυμούμαι πως ένα βράδι μπήκα στην κάμαρα της γυναικός μου και τη βρήκα να κάθεται συλλογισμένη μ' ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Διάβαζε στο βιβλίο και το πρόσωπό της φαινότανε δυσαρεστημένο. Έσκυψα απάνω από τον ώμο της κ' είδα πως το βιβλίο που διάβαζε είταν η Γραφή.
Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε· — Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.
Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου· πως μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι; Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα ταγκίστρι για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα, και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τανασέρνω και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο, ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.
Μου άπλωσε το χέρι της απάνω από το ετοιμοθάνατο παιδί κ' είπε: — Δεν το ξέρω αν θα είναι για καλό ή για κακό, όμως θα μείνω μαζί σου. Γιατί τώρα πιστεύω πως έτσι το θέλει ο θεός. Κ' έπειτα από μια στιγμή πρόστεσε: — Κι ο Σβεν το θέλει. Μίλησα μαζί του. Χωρίς να μπορέσω να της απαντήσω, έσκυψα και της φίλησα το χέρι. Και τη στιγμή αυτή δε γνώριζε κανείς μας τι είταν ευτυχία και τι δυστυχία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν