United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βεζύρη, γυρίζει και λέγει, έπαρέ τους από έμπροσθέν μου, διατί δεν υποφέρω πλέον να τους βλέπω, και κάμε να τους κόψουν τας κεφαλάς και των δύο, και ύστερα τα κορμιά τους να δοθούν εις βρώσιν των σκυλιών.

Τέλος πάντων ο βασιλεύς όντας γεμάτος από έρωτα δι' εμένα, έκαμεν ευθύς και εμέτρησαν του πραγματευτού όσα αργύρια και αν εζήτησε, και έπειτα τον απέστειλε μαζί με τες άλλες του σκλάβες. Έκραξεν ευθύς ο βασιλεύς τον αρχιευνούχον του και του είπεν· έπαρε τούτην την σκλάβα, και βάλε την μοναχήν εις τον πλέον πλουσιώτερον χοντζερέ, και πρόσεχέ την ωσάν βασίλισσαν.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασατο μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχειςτο σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σουτην νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε μετον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπίτο μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».