Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Κάμνει ταδύνατα δυνατά ο Αντρόνικος να μαλακώση το Δεσπότη, και το καταφέρνει. Σαν ξανάρχισε όμως πάλε, δε γελάστηκε πια ο Συνέσιος, μόνο τον ξαναφορίζει, και τέτοια μέτρα έλαβε που κ' η Αυλή ακόμα τον ξέκαμε τον Αντρόνικο. Είχε, καθώς είδαμε, η Κυρηναϊκή κι άλλο μεγάλο κακό, τους βαρβάρους που πλάκωναν και τη ρήμαζαν κάθε λίγο.

Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή. — Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι.

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη

Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.

Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την θρησκείαν του.

Τότε έκοψε το κεφάλι του τέρατος, τώφερε στον Βασιλέα, και ζήτησε την ωραία αμοιβή που είχε υποσχεθή. Ο Βασιλέας δεν πίστεψε καθόλου στο ανδραγάθημα. Μολαταύτα μη θέλοντας και να τον αδικήση έστειλε παραγγελία στους υποτελείς του να συναθροισθούν σε τρεις ημέρες στην αυλή του. Εκεί εμπρός στο συνέδριο των αρχόντων, ο αυλάρχης Αγκυγκεράν θάδινε αποδείξεις της νίκης του.

Στη μέση του σπιτιού ήταν μια αυλή με μια βρύση που έτρεχε νερό μέρα-νύχτα, και οι τοίχοι ήταν όλοι από πολύτιμες πέτρες, κομμένες στο ίδιο μέγεθος, όπως τα τούβλα.

Άγριο και κρύο φαίνουνταν το χωριό. Και το σπίτι ακόμα πιο άγριο. Τα φύλλα της κυδωνιάς σκορπισμένα μες στην αυλή, οι βασιλικοί και τα λούλουδα ξεσποριασμένα στις γλάστρες, στις οροφές να ξεφωνίζουν οι κάργες, κι ο Ιμάμης να ψάλλη «αξαμναμάζι» στο μιναρέ.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν