Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— Και πρέπει να πιαστή, είπεν ο Σερέτης· εγώ θα τονε φέρω ο ίδιος εις του Μαρούπα τα χοιροσφάγια και ύστερα ας πάη ο Κοντοπάνης να τονε κυνηγά. — Πάμε τώρα μέσα, είπεν ο 'γούμενος, να βοηθήσης τον Δημήτρη εις το τρίψιμο των καντηλιών και ύστερ' ανεβαίνεις και τρώμε. Από την αυλή του μπακάλικου έβλεπαν τα δυο υποκείμενα οι παππάδες με τον Γιώργη κ' έλεγαν ανάμεσό τους — πολλά.
Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού. — Η αυλή του Αρχιερέως. — Αι αρνήσεις του Πέτρου. — «Η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». — Το βλέμμα του Ιησού. — Η μετάνοια του Πέτρου. — Αι ύβρεις των υπηρετών. — Η τρίτη φάσις της δίκης. — Ο Ιησούς λύει την σιωπήν. — Η καταδίκη.
Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.
Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...
Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση.
Πώς τα σιχαίνομαι αυτά τα χαραμοψώμικα ! τάχα συγγενής, κι' ο Θεός να σε φυλάη. . .», είπε η Μπιμπίκα σε μιαν άλλη που διόρθωνε τη Βεργινία μαζί με την Ευρυδίκη. . . «Έχει και μούτρα και κλαίει! Δε βάσταξε η Λιόλια και ξαναβγήκε στην αυλή να ξεφωνίση. . . Δε φάγανε μεσημέρι. Κάποιος πήρε το Νίκο έξω.
Μη ανεχόμενος ο ζηλότυπος Σατράπης την υπεροχήν ην απήλαυεν εν τη αυλή των Ιωαννίνων ως γυναικάδελφος αυτού απεφάσισε να τον δολοφονήση, και πρώτον επεχείρησε την εκπλήρωσιν του μελετωμένου κακουργήματος προπαρασκεύασας διά κωνίου φύλλα νικοτιανής· αλλ' απέτυχεν ειδοποιηθέντος του Κίτζου υπό του Ιωάννου Κωλέτου.
Στην Αυλή μέσα ως τόσο, σταπέραντα εκείνα παλάτια, οι νεοφερμένοι είτανε μεγάλο μέρος Ασιατικοί· επειδή καθένας από τους αμέτρητους αξιωματικούς και τους μεγιστάνες που έβραζαν εκεί μέσα έσερνε κατόπι του ακόμα πιο αμέτρητους σκλάβους κι άλλους παρατρεχάμενους. Είπαμε πως το φυσικό του Κωσταντίνου είτανε μέρος Ρωμαϊκό και μέρος Ελληνικό.
Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.
Βαρειά φτερνιέται τάλογο, πεζεύει ο καββαλάρης Και κράζει τη γυναίκα του και ολοβροντάει τη θύρα. Λαχταριστοί τινάζονται απ' το ζεστό το στρώμα Και κατεβαίνουν 'ςτήν αυλή τον ξένον να δεχτούνε. Χίλιαις αλλάζουν αγκαλιαίς, φιλήματ' άλλα τόσα. Ο ένας κλαίει από χαρά, κ' οι δυο από φόβο αχνίζουν. — Τ' είσαι καλή μου τόσο αχνή και τρέμεις σαν το φύλλο;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν