Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Η μορφή του Έφις ξεπήδησε μπροστά της σαν πρόβατο επί σφαγήν και έτρεξε στην αυλή και βγήκε στην εξώπορτα περιμένοντας να περάσει κάποιος για να τον παρακαλέσει να πάει να φωνάξει τον υπηρέτη. «Εκείνος, εκείνος φταίει για όλα! Εκείνος είχε υποσχεθεί να προσέχει τον Τζατσίντο και να μας προστατέψει από αυτόν…»
Στο Φόνι, όπου οι ζητιάνοι βολεύτηκαν στη μικρή αυλή γύρω από την εκκλησία που ήταν γεμάτη κόσμο από μακρινά χωριά, ο Έφις άρχισε να δοκιμάζει ένα νέο μαρτύριο. Φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το σύντροφό του.
Εκείνη τράβηξε μια κλωστή από την κουβέρτα και την πέταξε στην αυλή.
Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.
Ο Ευτρόπιος, όνειρο και φιλοδοξία του είτανε να παίρνη όσους τίτλους κ' αξιώματα είχε η Αυλή ανώτερους του δικού του και να πλουτίζη το δικό του αξίωμα με νέα δύναμη και με νέα στολίδια. Ως κι Ιλλούστριος ονομάστηκε τότες ο Πραιπόσιτος των Κουβικουλαρίων· τίτλος που τον είχαν ως τα τώρα οι Έπαρχοι μονάχα.
Να πιάση Τούρκο και το ζουμί του να βγάλη, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει. Αγερικό σπίτι, κ' η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα.
Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.
Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτόν κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτήν αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και μ' την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.
Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.
Και πότε ήλθες; — Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα. — Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση: — Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα. — Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν