United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκείνο κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο, εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και καταστρεφτικού δρόλαπα.

Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Οτ' είν' όλα κουταμάρες, δεν μπορεί να 'πη κανείς. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μ' αν είν' έτσι, είνε κι' άλλο πειό χειρότερο ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ποιό; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να 'ρθη να σε φιλήση ο Αρίστιλλος στο στόμα, και πατέρα να σε λέη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Συφορά του, κι' αν τολμήση. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Με του άγριου του δυόσμου την οσμή θα σε βρωμήση. Μα εκείνος εγεννήθη πριν το ψήφισμα γενή, ώστε δεν υπάρχει φόβος.

Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω· ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες· μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα, 240 ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη. Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω

Τότε, στο βάθος του αγρίου δάσους, άρχισε για τους φυγάδες η τραχειά ζωή, — αγαπημένη μολαταύτα. Στο βάθος του αγρίου δάσους, με μεγάλους μόχθους, σαν κυνηγημένα ζώα, γυρίζουν δω κ' εκεί, και σπάνια τολμούν να ξαναπάνε το βράδυ στο άσυλο της προηγουμένης. Τρώνε όλο κρέας των αγριμιών και πιθυμούν τη γεύσι τ' αλατιού.

Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα.

Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπή εις φυγήν και να κρυβή. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοί του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός.

Πολλοί των Σκλαβηνών ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και κολυμβώντες ήλθαν εις το μέρος, όπου είχαν ιδεί την πυράν, νομίζοντες ότι έμελλαν να εύρουν εκεί τους Αβάρους. Αλλ' αντί Αβάρων ευρήκαν τα ξίφη των Αρμενίων. Ολίγοι σωθέντες ήλθαν εις το στρατόπεδον του Χαγάνου, αλλά και αυτοί εθανατώθησαν υπό του αγρίου τυράννου, οργισθέντος διότι επεχείρησαν την έφοδον χωρίς να δώση αυτός το σύνθημα.

Αλλ' όταν ευρέθη πλησίον της και ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, αι σκέψεις του συνεταράχθησαν και όλα όσα είχε να είπη εξεφράσθησαν δι' ενός παραφόρου, αγρίου εναγκαλισμού. Η κόρη αντέστη, αλλ' ήτο δύσκολον ν' απαλλαγή από τον σιδηρούν κύκλον των βραχιόνων του.

Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.