Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ευρίσκετο λοιπόν εις στερήσεις ο γέρων. Η Ξενιώ, φιλότιμος, ήρχισε να στενοχωρήται, ήρχισε να φοβήται ότι του δίδει βάρος, και ηλάττωσε τας επισκέψεις της. Άλλως δε και η ανεψιά του γέροντος η υπηρετούσα αυτόν, μία γερόντισσα παράξενη, όλο και για τας ανάγκας των της ωμιλούσε. — Τι να σου κάμη και το Απομαχικό! Το σπίτι θέλει έξοδα, παιδί μου! Δυο στόματα, τι θέλουμε να φάμε!

Αυτός αφού εφάγαμεν, έπιε τόσον κρασί, που τον έκαμε να χάση κάθε λογής εντροπήν και δεν του έφθασε που ωμιλούσε με μεγάλην ελευθερίαν και θάρρος, αλλά απετόλμησε και έρριξε τας χείρας του επάνω εις τον λαιμόν της Τζελίκας, και με αναισχυντίαν της έδωσεν ένα φίλημα.

Η μάγισσα, αφού ενήργησε ταύτην την τερατώδη μεταμόρφωσιν, εγύρισε τρέχουσα εις το παλάτι των δακρύων, διά να απολαύση τον καρπόν και μισθόν των κόπων της, και εμβαίνοντας μέσα λέγει ωσάν να ωμιλούσε με τον αγαπητικόν της· ιδού ετελείωσα όλα όσα με επρόσταξες· σήκω τώρα, διά να σε ιδώ υγιή και να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου, που είμαι τόσον καιρόν στερημένη.

Εγνώριζε πως ο παππά Συνέσιος ωμιλούσε συχνά με τον παππά Κρητικό, έναν κατεργαρόπαππα της χώρας, που έχωνε τη μύτη του, σαν την όρνιθα, εις πολλώ λογιώνε σκύβαλα και που εδιάβαζε τη Σολωμονική στης ανόητες γυναίκες και ήταν πολύ ανήσυχος, τόσο περισσότερο, οπού ο γαμπρός ο ευκολολύγιστος, όλο ανάβαλλε την ημέρα του γάμου.

Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς. — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη. — Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι! — Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

Τόσον πολύ ωμιλούσε περί αυτής και τόσον την επαινούσε, ώστε ευθύς ηδυνάμην να παρατηρήσω ότι με το σώμα του και με την ψυχήν του ήτο αφοσιωμένος προς αυτήν.

Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε, βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με πολλές φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους βάλλουν εις τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους τρελλούς που τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η βασιλοπούλα Ρετζία κατά πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι.

Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν.

Η γραία ήξευρε τι έλεγε· και ωμιλούσε βεβαίως συνθηματικήν γλώσσαν, ήτις πρέπει να ήτο καταληπτή εις τας υποχθονίους δυνάμεις. Δύο ματάκια είχεν, αναμφιβόλως, κατ' αλληγορικήν έννοιαν η Ζουγράφω, τον Γιάννην και τον μικρόν Στέλιον. Ύστερον από τόσον κρύο και παγετόν και πείναν και δυστυχίαν, το άρρωστον μικρόν εχειροτέρευσεν.

Τότε μου λέγει εκείνη· αναμεταξύ μας δεν υπάρχει ζυλοτυπία ούτε φθόνος· τοιαύτην συμφωνίαν έχομεν, ότι κάθε μία έχει να λάβη την αυτήν τιμήν μίαν βραδυάν θα κοιμηθή μαζί σου, έως να περάσουν και αι σαράντα και ύστερα πάλιν αρχίζεις από την πρώτην, και ούτω καθεξής. Εγώ τότε διά να μη φανώ αχάριστος και αδιάκριτος, έδωσα το χέρι μου εκείνης που μου ωμιλούσε και επήγαμε εις το κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν