Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς. Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
Γελούσε με τη Βεργινία πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με τη Λιόλια που θαρρούσε πως έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της μέσα στο φαΐ της κι όλο τιναζόταν — ενώ της τάρριχνε αυτός, χωρίς να το παίρνη χαμπάρι. Καθώς σηκωθήκαν απ’το τραπέζι κ' έμεινε η Λιόλια μια στιγμή γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και της γιομίζει την πλάτη κομφετί.
Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.
Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο 816 κι' απ' την πληγή του, γύριζε — για να σωθεί οχ το χάρο — κατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος, κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του 820 χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα και πέρα ως πέρα τον τρυπάει.
Γιατί ανακατεύεται και σ' αυτά το κράτος; Ποιος το προσκάλεσε; Αν το κράτος πρέπει να χώνει κι αυτού τη μύτη του, ας επιβλέπει, μονάχα κι ας καταγίνεται με όσα άλλα η κοινότητα δεν μπορεί να κάνει.
Με μια λαμπράδα, που πάντα είναι νέα, που αλλάζει κάθε βράδι, βυθά ο ήλιος στη θάλασσα κι ανάμεσά μας είναι ο Σβεν. Είναι ξυπόλυτος και μελαψός κ' επειδή με τα βράδι ψυχραίνει ο αέρας, χώνει τα μικρά του πόδια κάτω από τα φόρεμα της μαμάς. Παρακαλεί να τον αφήσουμε να μείνη όσο φαίνεται ακόμα ο ήλιος.
Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαεί. Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα. Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κ' ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα.
Τότε ο Δράκοντας ξέρασε από τα ρουθούνια ένα διπλόν πίδακα φαρμακερές φωτιές: Ο θώρακας του Τριστάνου μαυρίζει σαν σβυμένο κάρβουνο, τ' άλογο του κυλιέται χάμου και ψοφάει. Αλλά ο Τριστάνος ξανασηκώνεται αμέσως και χώνει το γερό ξίφος του μέσα στο στόμα του θηρίου: το ξίφος περνάει πέρα για πέρα και του κόβει την καρδιά στα δύο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν