Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής — Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.
Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το συντριβάνι, τις πορτοκαλλιές — ως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρια αμέσως. Ουρανός Απριλιάτικος. Έτρεχαν από δω κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη. Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.
Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν.
Εμείς είμαστ' εμείς και πρέπει να μιλήσουμε αλλοιώτικα. — Πώς; τον ρώτησε με αναμπαιχτικό χαμόγελο ο Αριστόδημος. — Όπως μιλάει ο Πέτρος ο Θεομίσητος. — Ουφ! έκαμε βαρυανασαίνοντας σα να είχε τη Μόρα στο στήθος του. — Το ξέρω· δε σ' αρέσει τέτοια κουβέντα γιατί θέλει κόπους. Τα βιβλία δεν έκαμαν άλλο παρά να δυναμώσουν τη φυσική οκνάδα σου. Για τούτο κ' εγώ τους γύρισα τις πλάτες.
Και ήθελε να τους είπη να κλείσουν τους οφθαλμούς μήπως τυφλωθούν εκ της αίγλης της δόξης του· να κλίνουν γόνυ διά να μη αμαρτήσωσιν. Αλλά ματαίως ανέμενε φωνήν εκπλήξεως. Ο ενωμοτάρχης παρετήρει αυτόν ατάραχος και απαθής, μ' ένα ελαφρόν χαμόγελο εις τα χείλη, ως να συνεκράτει τον γέλωτα, χαριζόμενος εις την γεροντικήν του αδυναμίαν, οικτείρων την παιδαριώδη του πεποίθησιν.
Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.
— Και να σας ειπώ το κατωρθώσατε· του είπε με πικρό χαμόγελο ο Γκενεβέζος. — Αλήθεια! εφώναξε ολόχαρος εκείνος· ω! με κολοκεύετε, με κολακεύετε πολύ... ευχαριστώ! Κανείς όμως από τους τόσους ακροατές δεν μπόρεσε να καταλάβη τα λόγια του. Εκείνο το «ευχαριστώ» ήταν τάχα για τα συλλυπητήρια ή για τα συγχαρητήριά τους;
Με προσοχή, που από τη χαρά δεν είχε η μάνα της, θα διάκρινε κανείς ότι η σωματική δύναμη της ήτο στην ίδια εξάντληση κιότι μόνο με προσπάθεια ψυχική υπεράνθρωπη κρατούσε στα πόδια του το μισοπεθαμένο κορμί της και κάπου κάπου έφερνε σταναιμικά της χείλη ένα χαμόγελο.
Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.
— Δεν είνε, βέβαια, γραμμένο στα χερόγραφα, μα είνε σημαντικώτερο για μας· γι' αυτό ήρθα τρεχάτος. — Σημαντικώτερο από τα βιβλία μας; είπε με χαμόγελο ο Αριστόδημος. — Κι από τα βιβλία κι από τους προγόνους μας τους ίδιους. — Ω!... ξαφνίστηκαν οι σοφοί, σηκώνοντες τα μάτια καταπάνω του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν