Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν: — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι; — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια- μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ' αφήσης κανένα.

Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας, έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον. — Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η ακριτόμυθος γραία. Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι, χήραι και γραίαι και μικρά παιδία.

Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα. — Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα. — Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ, γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας, λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης; — Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.

Να πούμε, τάχατες — η Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνοςείπε μαθές, να δέσουμε παντρειές. — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος. — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης! — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η Φουλίτσα.

Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά μπάρεμ! — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα τα δίμιτα. — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά Φουλίτσα;

Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του άσθματος. — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της. — Κείνο πώδωσεν ο Θεός!

Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε.

Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν. Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ', είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε! Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν.

Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσακατευθυνθείσα προς την βρύσιν και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσαρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, ως εάν ακόμη εβάδιζε.

Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνωτης εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . . — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν