Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου κάμης την ευχαρίστησιν.
Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψη εφτά χρόνια πιστά κι' ύστερα να πάρη εκατό φλωριά και να γυρίση στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός του. Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του. Όποιο θέλεις από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις τη συμβουλή.
Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.
Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε ένα από τα δύο. Αυτός μ' όλη την επιθυμία, πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.
Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.
Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε.
Εκατάλαβεν ευθύς η βασίλισσα, ότι αυτός που ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον εγλύτωσεν από τον θάνατον πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή είπεν εις αυτούς.
« Πάτε και σεις, κ' η πίστι σας, » Μουρτάριδες, χαθήτε, » Διάκος εγώ γεννήθηκα, » Και Διάκος θα πεθάνω. » Δε θέλω τη θρησκεία σας, » Και τα φλωριά τα χάνω » Πέντ' έξ ημέραις τη ζωή, » Αν θέλετε, μ' αφήτε.» « Λυσσάζουν από το θυμό » Οι σκύλοι. Με περνούνε «'Σ ένα ελάτινο σουβλί, » Ολόρθονε με σταίνουν, » Φωτιά με ξύλ' ανάφτουνε, » Και 'ς τη φωτιά με ψένουν «'Σάν το κριάρι.
Ο βαφιάς διά να μην έλθη εις άλλα λόγια με τον Κατήν, και διά να μη τον κάμη εχθρόν του, έστερξε να κρατήση τα χίλια φλωριά, και να πάρη την θυγατέρα του οπίσω, κάνοντας πρώτον να την χωρίση κατά τους νόμους.
Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν