Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος.
Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρη άκρη μέσα σταταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβη τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της τώχε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τάπνιγε μέσα του, περήφανος κι' ακατάδεχτος στον πόνο του.
Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.
Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των. Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού.
Αλλά και μετά τόσα έτη δεν τώχε λησμονήσει κέτσι μου θύμησε το δάσκαλό μου. Ο Καπετανάκης δε φρόντιζε μόνο για τη σωματική μας ενίσχυση, αλλά και για να μας αναπτύξη το θάρρος και την τόλμη. Κιαυτά για να γίνωμεν, ως έλεγεν, αντάξιοι και καλλίτεροι των προγόνων κέτσι να τελειώσωμε το έργο των, την απελευθέρωση της πατρίδας. Για να κάμωμε κορμιά γερά, μας παρακινούσε στα γυμναστικά παιγνίδια.
Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης. — Καλότυχο παιδί, πώς ταλές! Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες. — Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα. Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της. — Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος!
Γι' αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβες;» ξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμμα που δεν τώχε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε.
Του έδειξε μεταξύ των άλλων εκτεταμένον ελαιώνα και με θλίψιν του διηγήθη ότι το κτήμα εκείνο ανήκεν εις ένα θείον του προ του 21, αλλά σήμερον ήτο τουρκικόν. Κάποιος γιανίτσαρος είχε φονεύσει τον θείον και κατέλαβε το λιόφυτον. Διά τούτο ο Σαϊτονικολής «τώχε στο μάτι», ελπίζων να το ανακτήση μίαν ημέραν.
Σύρε να τακούσης! — Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανηψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που τώχε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνης, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είνε μεγάλος. Κανένα δε θαφήση να χαθή. Παιδιά του είμαστε όλοι.
Και το φουντωτό δεντράκι, που τώχε φυτέψει ο Πέτρος ο Βάγιας με τα χέρια του, απλωνότανε τώρα σα μαύρο, βουρκωμένο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των χαροκόπων. Δώδεκα παιδιά είχε αποκτήσει ο μακαρίτης ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το Μοσχαδώ· έξη αρσενικά και έξη κορίτσια. Υστερνός από όλους ο Μοναχάκης. Ο Μοναχάκης ο μικρός, ο χαδούλης, με τόνομα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν