United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσβλέπει την Καρολίναν μειδειώσα, υψώνει απειλητικώς το δάκτυλο, και δύο φοράς στρεφομένη αναφωνεί το όνομα «Αλβέρτος» με σημαντικόν τόνον. Εν ενί λόγω εταράχθην, τα έχασα, και εισήλθα κατά λάθος μεταξύ άλλου ζεύγους, ώστε επήλθε μεγάλη σύγχυσις, και εχρειάσθη εκ μέρους της Καρολίνας όλη η παρουσία του πνεύματος και τράβηγμα απ' εδώ κι' απ' εκεί διά να επανέλθη γρήγορα η τάξις.

Λοιπόν δεν έπεται ότι πρέπει να θεωρήσωμεν ότι η ψευδής κρίσις κάθε άλλο είναι παρά σύγχυσις μεταξύ σκέψεως και αισθήσεως. Διότι, αν αυτό ήτο αληθές, δεν ήτο δυνατόν να απατώμεθα με τας σκέψεις. Τόρα όμως ή δεν υπάρχει ψευδής κρίσις, ή όσα κανείς δεν γνωρίζει είναι δυνατόν να τα γνωρίζη. Και λοιπόν ποίον προτιμάς από αυτά τα δύο; Θεαίτητος. Μου προτείνεις μίαν δύσκολον εκλογήν, καλέ Σωκράτη.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.

Εις ταύτην την είδησιν αυτοί έμειναν βουβοί, και άλλαξεν η όψις τους ωσάν των νεκρών. Ο γέροντας βλέποντας έτσι αλλαγμένα τα πρόσωπα τους τούς είπεν· αγαπημένοι μου, τι θέλει να ειπή αυτή η σύγχυσις που επάνω σας βλέπω; Α, Κύριε, απεκρίθη ο Τημουρτάς. Ημείς είμασθε εκείνοι που αυτός ζητεί.

Αυτή βλέποντας το μελαγχολικόν του πρόσωπον, και συγχυσμένον, που σχεδόν δεν ημπορούσε να προφέρη ένα λόγον, του λέγει· από τι προέρχεται η σύγχυσίς σου που σε κυριεύει και η μελαγχολία που φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου; μήπως και είσαι βαρεμένος εις το να ευρίσκεσαι εις την συντροφιά μας με το να μη σου αρέση.

Μόνον ακούω το φύσιμα Του ανέμου οπού περνώντας Εις τα κατάρτια ανάμεσα Και εις τα σχοινία σχισμένος Βιαίως σφυρίζει. Μόνον ακούω την θάλασσαν Που ωσάν μέγα ποτάμι Ανάμεσα εις τους βράχους Κτυπώντας μυρμυρίζει Γύρω εις τα σκάφη. Να, η κραυγαί και ο φόβος, Να, η ταραχή και η σύγχυσις Από παντού σηκόνονται, Και απλόνουν πολυάριθμα Πανία να φύγουν.

Οι εχθροί είχον εγερθή του ύπνου έντρομοι και διεσκορπίσθησαν ατάκτως εδώ κ' εκεί, ως άχυρα εις το φύσημα του ανέμου. Πολλοί έδραξαν τα όπλα ν' αντεπεξέλθουν προς τον κίνδυνον αλλά το σκότος της νυκτός κ' η εκ του ύπνου σύγχυσις, έκαμνον αυτούς να μη βλέπουν ότι έσφαζον τους ομοφύλους των.

Και αφού καταλεπτώς τα εθεώρησε μένει θαυμασμένος με μίαν τέτοιαν γλυκείαν και ωραίαν μορφήν και με όλον που την εκύτταξε με κάποιαν αντίρρησιν, έμεινε τέλος πάντων λαβωμένος από την ευμορφιάν της. Μία σύγχυσις αιφνίδια τον περιπλέκει χωρίς να την απεικάση· τι φλόγα λέγει έξαφνος με καίει; ποίαν σύγχυσιν προξενεί εις τες αίσθησές μου ετούτη η εικόνα.

Α, ωραιοτάτη Κυρά, της απεκρίθη, κυττάζοντας την με ένα βλέμμα ερωτικόν· Παύσε, σε παρακαλώ, παύσε να με πειράζης· πολλά καλά ηξεύρεις, ότι δεν ημπορούν να θεωρηθούν χωρίς βλάψιμον οι χάριτες σου· είμαι, σου το ομολογώ, έξω από τον εαυτόν μου· μία σύγχυσις, που εγώ δεν ημπορώ να την καταλάβω, κυριεύει όλα τα πνεύματα, και με κάνει να στέκω με τούτον τον τρόπον μελαγχολικός.

Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν.