United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε : — Βροχή θα μας πάρη. — Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης. — Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'! Φώναξε ο Γκιτρίμης 'ςτες δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά.

Τα ελευθερωμένα πλεούμενα με κατάβροχα πανιά εφρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω εκεί από το στενό της Μάδητος επρόβαλλε τρεχάτο σαν να έκοψε τις αλυσίδες του, σύγνεφο μαύρο το Αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω μας. Αλλά η «Κυραδέσποινα» αρμένιζεν ακόμη στο σύθαμπο.

Τότες της Ήρας απάντησε ο γιος του Κρόνου κι' είπε «Ήρα, πως θαν το δει θεός είτ' άντρας μη φοβάσαι· τι εγώ με τέτιο σύγνεφο θα σε σκεπάσω γύρω χρυσό, που διάμεσα κι' αφτός δε θα μας βλέπει ο Ήλιος πούναι το φως του για να δει πιο διαπεράτο απ' όλα345 Είπε, κι' αρπάει το τέρι του στην αγκαλιά του ο Δίας.

Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν 395 το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους.

Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα, έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ' αστέρια την καταδίκη μας.

Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν