United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο. Η φωνή έλεγεν.

Η Ιωάννα υπετάσσετο αγογγύστως εις τας τοσαύτας ταλαιπωρίας, υπομένουσα την πείναν και το ψύχος, ως και η κάμηλος της ερήμου την θερμότητα και την δίψαν. Ούτε στεναγμός ούτε παράπονον εξήρχετό ποτε των ωχρών χειλέων της, δι' ων εσπόγγιζεν ενίοτε τα δάκρυα του συντρόφου, λαβόντος πολλάκις αφορμήν να ευλογήση την στιγμήν, καθ' ην ηλίευσεν εις το ρεύμα της ζωής του τον ξανθόν εκείνον μαργαρίτην.

Δεν έλεγε τίποτε άλλο όταν την έβλεπε με άλλας γυναίκας, αλλ' ο στεναγμός, όστις συνώδευε την αναφώνησίν του και ηδύνατο να κινήση ανεμόμυλον, και τα βλέμματα τα οποία απηύθυνε προς την θυγατέρα της χήρας, ήσαν αρκετά διά να εκφράσουν την τρικυμίαν της ψυχής του

Η παιδίσκη παρείχε κατά μικρόν σημεία ζωής. Στεναγμός τις ελαφρός, ως λεπτή αύρα εν γαλήνη, εξήλθεν εκ των χειλέων της. Το πρόσωπον ήτο λευκόν, ως κηρός, και οι καστανοί βόστρυχοι της περιέβαλλον την μορφήν, ως στεφάνη γραπτής αγίας. Ο παλαιός στρατιώτης ησθάνετο παράδοξον και συμπαθή γοητείαν εις την θέαν του δυστήνου τούτου πλάσματος.

Επί τέλους . . . Επρόσθεσε· και στεναγμός ανακουφίσεως εξήλθε του στήθους του. Ανέπνευσα κ' εγώ μαζή του και τον συνεχάρην, διότι αυτήν την φοράν κατώρθωσε να μου εμφυτεύση αρκετόν μέρος της αισιοδοξίας του. Την επιούσαν κατά την ορισθείσαν ώραν, ήμην εις το ζυθοπωλείον κ' επερίμενα. Δεν ειξεύρω όμως διατί, έπαυσα αίφνης να είμ' ευχαριστημένος.

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου!

Ενταύθα δεν ηκούοντο φαιδραί λαλιαί, δεν αντήχουν άσματα, δεν ωπτάνοντο πρόσωπα μειδιώντα, δεν ηκούοντο φιλήματα. Το μόνον ερύθημα όπερ ενεφανίζετο, ήτο το ερύθημα της Ηούς, προκυπτούσης καθ' εκάστην εκ του ορίζοντος, και ο μόνος ερωτικός στεναγμός, όστις αντήχει, ήτο ο του άνεμου, όστις ενίοτε καθίστατο ηπιώτερος, αλλά συνήθως εβρυχάτο απειλητικώς.

Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.

Κι ο στεναγμός μαζί με το στοχασμό του τον αλάφρωσαν για καλά. Είχε την πεποίθηση πως η μάννα του επλάσθηκε κ' ήταν αληθινά αθάνατη. Ούτε αρρώστια, ούτε φόνος, σκοινίπαλούκι, ότι κι αν μεταχειρίζονταν τα παιδιά της είτε οι ξένοι εναντίον της, ήταν ικανά να την πεθάνουν. Αν πέθανε τώρα, δεν ήταν αίτιος αυτός, όχι. Αυτός σε τίποτα δεν έφταιγε.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!