Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
Επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας περιπατώντας ένθεν κακείθεν, μήπως και εύρω καμμίαν στράταν να έβγω έξω, αλλά ματαίως· την ερχομένην νύκτα, διά να φυλαχθώ από τους δράκοντας, εμβήκα εις μικρόν σπήλαιον, που μόλις με εχωρούσε και με μεγάλες πέτρες έκλεισα την θύραν του σπηλαίου διά προφύλαξίν μου.
Επί τέλους ο Πλήθων ηναγκάσθη ν' απαγορεύση την προσέγγισιν του τυχόντος, και ουδείς ηδύνατο να πατήση τα σύνορα αυτού. Την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης ανέθηκεν εις στρατιωτικόν σταθμόν κείμενον ου μακράν του σπηλαίου. Ο δεσπότης της Πελοποννήσου και πάσα άλλη αρχή ουδέν ηδύνατο ν' αποποιηθή εις τον Πλήθωνα, όστις ιδιώτευε μόνον διότι ούτω ήθελεν.
Ο νέος προσεπάθησε ν' ανεγείρη αυτήν και να την λάβη εις τας αγκάλας, όπως την μεταφέρη εκτός του σπηλαίου. Ο δε Θευδάς ήδη είχεν εξέλθει ψηλαφών. Οι λίθοι, οίτινες είχον πέσει εκ της οροφής, ήσαν ως προαγγελία προς αυτόν, και έσπευσε να φύγη, όπως σώση την ζωήν του. «Υπάγωμεν, Αϊμά, είπεν ο Μάχτος. Εγώ είμαι». Αλλ' η νέα δεν ηδύνατο να κινηθή, είχε καταστή βαρεία ως μόλυβδος.
Αλλ' όταν έφθασα υποκάτω εις την καμάραν του σπηλαίου, εύρον τόσον σκότος, που δεν έβλεπον πλέον πού με φέρει το τρέξιμον του νερού, το οποίον μέσα εις το υπόγειον ήτον σιγανώτερον· έτρεξα λοιπόν επάνω εις το νερόν εις το υπόγειον εκείνο το σκοτεινόν μερικές ημέρες, χωρίς να ιδώ παντελώς ακτίνα φωτός.
Ο λύχνος ο καίων υπό την εστίαν ημαυρώθη και απεσβέννυτο βραδέως, το ερυθρόφαιον φως της ηούς εφώτιζε την είσοδον του σπηλαίου, και οι γλυκείς ψιθυρισμοί της εξεγειρομένης φύσεως ηκούοντο εναρμονίως αντηχούντες περί τας φάραγγας και τους δρυμώνας.
Έγραφον εν Αθήναις τη α' Ιανουαρίου 1867. Από του μέσου άρχονται πάντοτε οι επικοί ποιηταί. Το αυτό πράττουσι και οι μυθιστοριογράφοι, όσοι υπέρ των δεκατόμων αυτών διηγήσεων διεκδικούσι τον τίτλον πεζής εποποιίας. Έπειτα ο ήρως, όταν εύρη ευκαιρίαν, εντός σπηλαίου ή ανακτόρου, επί ευώδους χλόης ή μαλακής κλίνης διηγείται τα προηγούμενα τη ερωμένη, Επεί ευνής και φιλότητος εξ έρον έντο.
Η καλύβη δι' αυτούς έλαμψεν εκ θαυμασίας αίγλης· ήκουσαν θείας μελωδίας· οι βράχοι του σπηλαίου ηνοίχθησαν υπεράνω των κεφαλών των· εξ ουρανού κατήλθον προς αυτούς πτερυγισμοί αγγέλων. Και εκεί υψηλά, εις το αχανές, είδον ένα σταυρόν και δύο διατρήτους χείρας ευλογούσας. Έξω, αντήχει ο θόρυβος απηλπισμένων κραυγών και καταρρεουσών οικιών εν μέσω των φλογών.
Δεν εγίνωσκε την αξίαν των, αλλά παρετήρει περιέργως αυτά. Είτα ανεκάλυψε την κυρίαν είσοδον του σπηλαίου και εξήλθεν εις το φως, χωρίς πλέον να λάβη ανάγκην της διά του σχοινιού αναρριχήσεως. Ταύτα συνέβησαν περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Τα τρία αγάλματα ήσαν εκ των περικαλλεστάτων, όσα παρήγαγέ ποτε η αρχαία τέχνη.
Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;
Μακρυά από την πραγματικότητα και με τα μάτια γυρισμέν' από τους ίσκιους του σπηλαίου η Τέχνη ξεσκεπάζει την τελειότητα τη δική της και ο έκπληκτος όχλος, που βλέπει το άνοιγμα του θαυμαστού πολυπέταλου ρόδου φαντάζεται πως η δική του ιστορία είναι εκείνη που ανιστοριέται εκεί, το δικό του πνεύμα εκείνο που βρίσκει νέα μορφή. Όμως δεν είναι αυτό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν