United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Βοήθεια! ΣΚΛΑΒΑ Τη δαγκώνει το φείδι!.. ΣΚΛΑΒΑ. Την εδάγκωσε!. . . ΣΚΛΑΒΑ. Θα ξεψυχήση!. . . Άφησέ με να πεθάνω! Φάνηκε ή ακόμη; Για κρυφοκύτταξε από την πόρτα. . . Άφησε να με δαγκώση!. . . Θαρρώ πως έρχεται! Ευνίκη! Θέλω να με θανατώση το φαρμάκι του, αφού τη γνώμη δεν μπορώ του Καίσαρα ν' αλλάξω. . . ΓαλέριοςΣκλάβεςέπειτα Πρίσκιλλα. Ευνίκη, άφησε της τρέλλες!

Η κυρά μου, απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Η Ιζόλδη απάντησε: — Όχι, το γνωρίζεις ότι είσαι ο άρχοντάς μου και ο κύριός μου. Το γνωρίζεις ότι η δύναμί σου με κατέχει ολόκληρη και ότι είμαι σκλάβα σου.

Ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι μία σκλάβα της Τζελίκας, καθώς με φαντάζεσαι, μα είμαι αυτή η ιδία βασιλοπούλα Τζελίκα· την νύκτα, που ήλθες εις τον χοντζερέ μου, απέρασα ως Καλεκάρη, και η Καλεκάρη απέρασεν ως Τζελίκα, και αυτό ηθέλησα να το κάμω διά περισσοτέραν περιδιάβασίν μου.

Λαμβάνοντας λοιπόν ο Αμπτούλ τας αισθήσεις του, είπε προς τον Καλίφη· Βασιλέα μου, ηξεύρεις καλώτατα τα όσα μου συνέβησαν εις την Αίγυπτον· τούτη η σκλάβα που βλέπετε είνε εκείνη η αγαπημένη μου Δαρδανέ, που μαζί με εμένα μας έρριξαν εις τον Νείλον. Είνε τούτο δυνατόν; εφώναξεν ο βασιλεύς· χαίρομαι λοιπόν διά ένα τέτοιον θαυμάσιον συμβεβηκός.

Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται: Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα.

Δεν μου εστάθη τότε αδύνατον να απεικάσω ότι εκείνο το υποκείμενον με το οποίον συνωμιλούσα είχε με περιγελάση· εστοχάσθηκα ότι εκείνη ήτον καμμιά σκλάβα της Βασιλοπούλας, που ηθέλησε να περάση τον καιρόν της περιπαίζοντάς με. Τότε οι γυναίκες ωσάν μας είδαν εβάλθηκαν εις πολλά γέλοια. Και μία από εκείνες είπεν εκείνης που ήτον με εμένα.

Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.

Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της.