Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Επτά καπετανέοι, πολεμόχαροι άντρες, σφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδα ταύρο και στο σφαχτάρι γγίζοντας τα χέρια, στον Άρη, Ενυώ και Φόβο, π’ αγαπούν τους γόνους, όρκους δώσανε, ή, αφού την κατασκάψουν με βία την πόλη των Καδμείων ν’ αφανίσουν, ή σκοτωμένοι με το αίμα τους τη γη να βρέξουν.
Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου.
Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ' εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά.
Θέλει δε θέλει, λέει, ο θεός, θενά κουρσέψη την πόλη μας° κι ουδέ του Δία αν πέση ακόμη ο κεραυνός να τον μποδίση θα ημπορούσε° γιατί τις αστραπές και τα κεραυνοβόλια όμοια με τις μεσημερνές, λέει, κάψες τα ’χει.
Βράζοντας ο Θεόφιλος από ζούλια, που έβλεπε το Χρυσόστομο παντοδύναμο στην Πόλη, ανεβαίνει στην Χαλκηδόνα με μερικούς Επισκόπους, για νάχη, την πλειονοψηφία στη Σύνοδο που αποφασίστηκε να συστηθή και να κρίνη το Χρυσόστομο, καθώς και με κάμποσους θαλασσινούς, για να μπορή στην ανάγκη να το γυρίση και στη βία. Κωμωδία μονάχη εκείνη η Σύνοδο.
Τεσσεράμιση μίλια μάκρος είχε ο δρόμος της Αντιόχειας, που από τη μια μεριά πήγαινε παράπλευρα με τον ποταμό, κι από την άλλη σκεπαζότανε με στοά μεγαλόπρεπη απ' άκρη σ' άκρη. Κι όσο για νερά, όπου γύριζες να δης έτρεχαν, κ' είταν η μόνη πόλη που δε μάλλωνε ο κόσμος για νάβρη τόπο μες στα λουτρά.
Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου. — Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ. — Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.
Κατά τες δυτικές Οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βοριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αλή-πασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πικνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω Δία και Γη και θεοί μας πολιούχοι και του πατέρα Κατάρα τρανή Ερινύα, μη μου την πόλη συγκορμόκλαδ’ απ’ τη ρίζα ξεβγάλετε, απ’ τους εχθρούς μας κουρσεμένη, που μιλεί γλώσσα ελληνική -μήτε τα σπίτια που τις εστίες σας έχουνε° μ’ αυτή τη χώρα και του Κάδμου την πόλη ελεύτερη ποτέ της σκλαβιάς ζυγός μη σφίξη.
Με το καλό νανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ' την Πόλη τα προικιά, τασημικά σου απ' τη Μαρσίλια. Κι' από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι..» Παλαβά λόγια!... Ορθός στεκότανε στην πρίμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στερηές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπριμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν