United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτρεχε τότες από πόλη σε πόλη, παρηγορούσε φτωχούς, παρακινούσε πλούσιους να βοηθούνε τους πεινασμένους, και δίχως να κοιτάζη θρησκείες τους ανακούφιζε όλους και με λόγια και μ' έργα.

Μα και γι’ αυτόν που λες βρίσκεται τον Αρκάδα ένας με δίχως πολλά λόγια, μα που βλέπει να δουλεύη το χέρι του, ο Άκτορας, τ’ άλλου που ’παμε πρι αδερφός, και που δε θεν’ αφήση μια γλώσσα δίχως φράκτες πλημμυρώντας έξω από τις πύλες να πληθύνη τα δεινά μας, κι ουδέ στα κάστρα μέσα να περάσ’ η εικόνα του μισητού θεριού πόχ’ η εχθρικιά η ασπίδα° μα ’π’ όξω , με τον κύρη της θα ’χη να κάμη όταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κατ’ απ’ την πόλη.

Ορίστε λοιπόν που είχε και τα καλά της η διπλή εκείνη δύναμη της Πρωτεύουσας, η αυλοκρατική κ' η στρατιωτική. Έκαμαν πάμπολλα άτοπα κι άδικα, μάλιστα οι παράσιτοι της Αυλής. Όταν όμως ξεφύτρωνε μεγάλος εχτρός και τάψηνε με τόνα το κόμμα, έβγαινε τότες τάλλο και τους πολεμούσε, και γλύτωνε έτσι το Κράτος. ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Άλλα Γοτθικά δράματα Είταν τώρα τρία κόμματα στην Πόλη.

Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ' ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ' έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω. Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα.

Και σιγά σιγά η θύμηση αυτή ξυπνούσε μέσα τους και γινόταν γλυκύτατη ελπίδα και φαντασία ζωηρή. Αυτή η ελπίδα κ' η φαντασία τους σήκωσε στο πόδι στα 1821. Να ορμήσουν κατεπάνω στον Τούρκο και να του ξαναπάρουν την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, και να τον διώξουν τον άπιστο από την Ανατολή ολότελα. Καθώς βλέπετε, είχε, και κάτι τι χριστιανικό και σταυροφορικό η ορμή αυτή.

Για τούτο, τη βλέπεις στα βιβλία, στα περιοδικά, στις φημερίδες, και την έχουνε σαν είδος όρο μεταφορικό, για να πουν άξαφνα πως ένα πράμα είναι τεχνητό, ή πως είναι ποικιλόχρωμο, δηλαδή πως σφαντάζει . Δεν πιστέβω μήτε στην Πόλη, μήτε στην Αθήνα, μήτε πουθενά στην Ελλάδα, η λέξη ψηφίς να είναι πολύ συνηθισμένη, βέβαια όχι όπως η μωζάικα στην Εβρώπη. Μεταφορικός όρος δεν έγινε η λέξη.

Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.

Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι. Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης.

Και τέτοιος άλαλος ποιος είταν τότες παρά ο Γρηγόριος; Τον προσκαλέσανε λοιπόν από τη Ναζιανζό, εκεί που τον είχαμε αφησμένο, και δέχτηκε. Ήρθε στην Κωσταντινούπολη, τον αποδέχτηκε κάποιος του συγγενής, κι αμέσως του άνοιξαν παρακκλήσι και τονόμασαν της Αγίας Αναστασίας. Αυτό το παρακκλήσι έγινε μεγαλόπρεπη εκκλησιά κατόπι. Απ' αυτής της εκκλησιάς τον άμπωνα πρωτολάλησε μέσα στην Πόλη ο Γρηγόριος.