Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Η τόση επιμονή των σκύλων, εις τους οποίους ούτοι αποδίδουν εξαίρετον νοημοσύνην, έκαμνεν αυτούς να υποπτεύωνται μήπως δεν ήτο εκεί απλούς διαβάτης, αλλά κάποιος παραμονεύων να κλέψη τα πρόβατα ή λύκος ορεγόμενος λείας.
Η Μπήλιω ήτο ωραία βλάχα, μετρίου αναστήματος, εύρωστος και υγιής, με πρόσωπον στρογγύλον, οφθαλμούς αμυγδαλωτούς, καλυπτομένους υπό μακρών μαύρων βλεφαρίδων· την όψιν της είχε ροδοκοκκινίση, ως ερίφιον αργοψημένον ο ήλιος εις τον οποίον ήτο καθημερινώς εκτεθειμένη είτε βόσκουσα τα πρόβατα εις το λειβάδι είτε πλύνουσα εις το λαγκάδι τα ενδύματα.
— Μα να εδήτε τι τ' απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ' εσένα τον πρίγκηπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ' ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαριά μας.
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα, Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα, Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Ξάφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα Στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράη τσοπάνης Και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.
Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν του 'ς τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.
Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . . Εγώ καλά περνούσα στην εξοχή που ζούσα, μένοντας μουχλιασμένος και παραμελημένος, και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια, σταφύλια και μελίσσια. Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε και το σπαθούσε το πανί — μα και το παραξήλωνε!
— Και είνε εδικά σου; — Να είχα εγώ αυτήν την τύχη, αφέντη! — Ανήκουν εις άλλον λοιπόν; — Εις άλλον, αφέντη. — Και πόσα σε πληρόνει; — Τίποτε, διά ψωμί, απήντησεν ο βοσκός. — Διά ψωμί; φτωχέ! Και δεν κοπιάζεις; — Κοπιάζω, αφέντη. — Είνε πολλά τα πρόβατα που φυλάγεις; — Τα γίδια, αφέντη. Είνε κάμποσα. — Ως πόσα; — Καμμιά εκατοστύ.
Και ο Δάφνης κ' η Χλόη, αφού παράτησαν τα πρόβατα και τα γίδια, βοηθούσανε κι αυτοί.
Ο Αγαθούλης έμεινε ακόμα λίγον καιρό στο Σουρινάμ και περίμενε όσο νάβρη κανέναν άλλον πλοίαρχο να τον πάη στην Ιταλία, αυτόν και τα δυο πρόβατα, που του είχαν απομείνει. Πήρε υπηρέτες κι' αγόρασε ό,τι του χρησίμευε για ένα τόσο μακρύ ταξείδι. Τέλος ο κύριος Βάντερντέντουρ, αφέντης ενός μεγάλου καραβιού, παρουσιάζεται σ' αυτόν.
Του Λάμπρου σκόρπια ολόγυρα τα πρόβατα βοσκούσαν Και τα γαλαροκούδουνα γιομόζαν τον αέρα Μ' αρμονικό κι' ολόγλυκο κι' ανάκουστο ηχολόι. Στο σάδι παίζανε τ' αρνιά κι' ο νιος στην αγκαλιά του Την κόρη βάσταε άλαλη και λιγοθυμισμένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν