Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Πριν νάρθη ο Λαμπρίας, με αφήκε κι' επήγε κι' εκρυφομιλούσε με τη Θαΐδα την αγαπητικιά του φίλου του• όταν δε είδε ότι εγώ εθύμωνα και του έγνεψα να τα θυμάται αυτά πούκανε, έπιασε από την άκρη τ' αυτιού την Θαΐδα, της γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι και την εφίλησε τόσον δυνατά, ώστε παρ' ολίγον να της αποσπάση τα χείλια.
Ξέρεις, μια βδομάδα τώρα καθόμουν απ' τη φράχτη μας κ' έβλεπα την καλλιέργεια πούκανε. Μα τι έκανε; Την κακή του ημέρα. Δέντρα, δέντρα, δέντρα· τον αποδάσωσε τον τόπο. Και τι; όλα ανάκατα, φύρδην — μίγδην. Σήμερα λοιπόν δε βάσταξα! Να χαθή, είπα· ας πάω να τον συμβουλέψω. Τι θα είπη πως μου πήρε το χτήμα· αύριο πάλε το παίρνω. — Σωστό· εψιθύρισε ο Δημητράκης σοβαρά.
Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.
Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.
Τότες της λέει ο Έχτορας, ο παινεμένος άντρας «Δήφοβε, εσύ είσουνα και πριν το πιο μου αγαπημένο αδέρφι απ' όλους πούκανε με την Εκάβη ο γέρος· τώρα από πριν και πιο πολύ θα σ' έχω της καρδιάς μου, 235 αφού στιγμή δε δείλιασες, σαν μ' είδες οχ το κάστρο, να βγεις βοηθός μου, κι' όλοι τους μένουν κλεισμένοι οι άλλοι.»
Και σηκώθηκε. Δρασκέλισε το λοφάκι πούκανε το κορμάκι της Λιόλιας κάτω απ’ το πάπλωμα. . και της έδωσε να πιή λίγο γάλα. Θα σου φέρω αύριο πάλι το γιατρό να δούμε τι θα κάνουμε ! της είπε τελευταίο. Έπειτα ξανάπεσε κι αποκοιμήθηκε στο λεφτό.
Μα όταν στον πόρο φτάσανε τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, τ' ώριου ποτάμου πούκανε ο βροχοδότης Δίας, τότε ο Έρμης τους άφισε στον Έλυμπο να σύρει, και βγήκε η ρόδινη η αβγή τους κάμπους να φωτίσει. 695 Κι' εκείνοι οι διο με κλάματα και δάκρια προχωρούσαν κατά την Τρία με το νεκρό μες στο πανώριο κάρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν