Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Αλλά τι αλλόκοτος ενδυμασία είνε αύτη; Φορεί πίλον και δέρμα λέοντος και κρατεί λύραν. Ας τον πλησιάσω. Χαίρε, Μένιππε• από πού μας έρχεσαι; διότι έχεις πολύν καιρόν να φανής εις την πόλιν. ΜΕΝ. Ήκω νεκρών κευθμώνα και σκότου πύλας λιπών, ίν' Άδης χωρίς ώκισται θεών. ΦΙΛ. Περίεργον, ο Μένιππος είχεν αποθάνει χωρίς να το μάθωμεν. Και έπειτα πάλιν εξανάζησες;

Έρριξε βλέμμα γιομάτο περιφρόνηση στον αδερφό του κ' ήρθε και στάθηκε μπροστά του ψιθυρίζοντας : — Ανάξιε! Οι ακροατές σηκώθηκαν μονόγνωμοι κ' ήρθαν να συγχαρούν και να συλλυπηθούνε τον Αριστόδημο. — Ευχαριστώ.... ευχαριστώ.... απαντούσε στον καθένα εκείνος, σφίγγοντάς τους τα χέρια. Ξέρετε· ηθέλησα να πλησιάσω το δαιμόνιον ύφος του Περικλέους, είπε μπιστεμένα στον Περαχώρα.

Ωμίλησε δε επί πολύ, αλλ' εγώ ολίγα ήκουσα μη δυνηθείς να πλησιάσω ένεκα του πλήθους των παρισταμένων. Έπειτα φοβηθείς να μη συντριβώ εις τόσον συνωστισμόν, όπως είδα πολλούς άλλους να το πάθουν, απεμακρύνθην, αφήσας τον μελλοθάνατον σοφιστήν ν' απαγγέλλη τον επιτάφιόν του.

Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου. Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής; Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να πλησιάσω. Επλησίασα.

Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ' ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη αυτά ταχέωςmiserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του! Λέγει τότε το Φάσμα: — Είδες τι έκρυψε; — Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του. — Τω όντι.

ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.

Εννοώ δηλαδή το εξής· άραγε δεν ημπορώ να ειπώ εις αυτόν: αυτό το όνομα είναι ιδικόν σου, και κατόπιν να πλησιάσω πάλιν εις το αισθητήριον της ακουής, είτε τυχόν το ιδικόν του απομίμημα και να του ειπώ στο αυτί: &ανήρ&, είτε το απομίμημα του θήλεος του ανθρωπίνου γένους, και να του ειπώ: &γυνή&; Αυτό δεν σου φαίνεται δυνατόν, και ότι συμβαίνει κάποτε; Κρατύλος.

Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω. Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς.

— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.

Ω! πώς επεθύμουν να πλησιάσω προς την πάσχουσαν, ν' αποτείνω προς αυτήν ολίγας λέξεις συμπαθείας, να σύρω το σκέπασμα επί της άκρας του μικρού ποδός, τον οποίον έβλεπα μακρόθεν ασκεπή, να υψώσω το προσκέφαλόν της ότε έστρεφε το βλέμμα προς την απέχουσαν ήδη ξηράν και προς την κορυφήν του καπνίζοντος ηφαιστείου!

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν