Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Επλήρωσεν εν κρότω δεκάρων τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους, — Ε! Τι έχουμε, Κώστα; . . . Πώς πάει το κόμμα σας; είπε. — Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είνε το κόμμα σας. — Τι; είμαστε από ένα κόμμα; — Δεν το ξέρετε;
Είς ή δύο Γραμματείς και Φαρισαίοι παρόντες, ιστάμενοι ολίγον παράμερα από το πλήθος, υποψιθυρίζουσι προς αλλήλους την αμηχανίαν, την αγανάκτησιν, την ανησυχίαν των.
Λαβών τον Ιησούν από της χειρός ή από του ιματίου, τον είλκυσεν έν ή δύο βήματα παράμερα από τους άλλους μαθητάς, και ήρχισε να συμβουλεύη, να διδάσκη, να επιτιμά τον Ιησούν. «Ιλεώς Σοι, Κύριε» είπε, Θεός φυλάξοι, τούτο δεν θα γείνη εις Σε!
Όταν κουράσθηκε να χορεύη, η πιο όμορφη από τις κοπέλλες πέρασε το λευκό της χέρι γύρω από τη μέση του και τον έσυρε παράμερα κάτω από τις ψηλές λεύκες. Περπατούσαν αμίλητοι απάνω στο μαλακό χορτάρι και δεν άκουγαν τα βήματά τους. Ύστερα η ξανθή κοπέλλα τον έφερε δίπλα σε μια βρύση. Το κρυσταλλένιο νερό της βρύσης κυλούσε σαν φως απάνω στα πυκνά πολυτρίχια, βουβό, χωρίς κανένα γαργάρισμα.
Έκλαιεν η μητέρα του. Ότε μετά τινας ημέρας, έξαφνα, ενεφανίσθη μίαν πρωίαν εις τον αιγιαλόν του Κάστρου μία ωραία σκαμπαβία. Ο νεαρός Μανώλης, ο οποίος την εκυβέρνα, την προσώρμισε κάτω-κάτω, παράμερα, προς την Παναγίαν 'ς τα Ηλιόβολα, όπου άρχισε να την επιδιορθώνη.
Το πλέον κοντόν και χονδρόν έστεκε ολίγον παράμερα από τα άλλα· είχε μόνον μίαν κλείδωσιν και δεν ήξευρε να διπλωθή παρά μίαν μόνην φοράν, και όμως έλεγεν ότι αν λείψη από ένα άνδρα, δεν αξίζει πλέον ο άνδρας εκείνος διά τον πόλεμον. Όταν εκομπορρημονούσεν ωμιλούσεν Ελληνικά, και έλεγεν ότι ονομάζεται Α ν τ ί χ ε ι ρ.
Τότε το φόρτωμα του μουλαριού μ' έφυγε από την αγκαλιά που το βάσταγα πάσχοντας να τ' ανασηκώσω, και κύλισε 'ςτα ποδάρια μου μέσ' το νερό το θολωμένο. Όταν εγύρισ' από το χωριό, με μέρες, είδα παράμερα του δρόμου εδώ έναν ξέρακα ουρανογείτονα περιγδαρμένον από τη φλούδα κι από τα κλωνάρια του. Ήτον ο έλατος ο τρανός, πούχε κάψει τ' αστραποπέλεκο δίπλα μου τώρα.
Κοιμητήριον· εν αυτώ το οικογενειακόν των Καπουλέτων μνημείον. ΠΑΡΗΣ Δος τον δαυλόν και πήγαινε. Παράμερα τραβήξου. Ή σβύσε τον καλλίτερα. Να με ιδούν δεν θέλω. Εσύ 'ξαπλώσου καταγής ‘ς τα έλατα αποκάτω, κ' έχε τ’ αυτί σου κολλητόν κάτω ‘ς την γην την κούφιαν απ' το συχνόν το σκάψιμον είν' άστρωτον το χώμα, και αν ‘ς το κοιμητήριον κανείς περιπατήση, θα τον ακούσης. Σφύριξε αμέσως που ακούσης.
Έβαλαν μέσα τους σ κ ο π ο ύ ς ανταριασμένους απ' τα μολύβια, έμπασαν μέσα τα τραπεζάκια και τα καθίσματα των αξιωματικών, μάζεψαν τις κάσες με τις σφαίρες, έβαλαν παράμερα σε μιαν αγκωνή τους γκράδες και τα σπαθιά, έρριψαν στερνή ματιά γύρω στον πλατύ κάμπο και στις ραχούλες που τις τύληγε αγάλι' αγάλια το πρωτοσκότιδο και της βραδιάς η αντάρα, και άναψαν τότες απόξω απ' τη σκηνή κοντά στην πόρτα της τη φωτιά με τα λιανόξυλα και τα προσανάμματα πόμασαν εκεί κοντά.
Για τούτο κι ο Ψυχομάνης, ο πιο βαρυποινίτης αφτός κι ο πιο άγριος κι αχόρταγος αναμεταξύ μας, είχε τη φουβού και το τεζάκι στο Ένα . Ωφελιόταν σημαντικά από μας τους άλλους, που μας ρούφαε σα γιδοβύζι το αίμα, δίχως να βγάνουμ' άχνα από το φόβο μας. Σαν τον αποτράβηξε στην αγκωνή παράμερα, κάτι του είπε ο Ψυχομάνης σιγά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν