Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τον παίρνω σύμμαχο στους στοχασμούς μου, της λέω μάλιστα ακολουθώντας τη σειρά των δικών της στοχασμών, πως έχει υποχρέωση να ζήση, γιατί το θέλει ο Σβεν, γιατί μου το ψιθύρισε εκεί που κοιμόμουνα.

Τι κάμνει, όσο λείπει; Τι κάμνει, με θυμάται; Και δεν παίρνω την αναπνοή μου. Κι από το πρωί ως τα βράδυ όλο το ίδιο. Μήπως εγώ γελώ και χαίρουμαι και σεργιανίζω και χωρατέβω; Μπορώ να πιάσω δουλειά; Μπορώ τίποτις ναρχίσω; Μια τρύπα στον τοίχο κι όλο να τη βλέπω! Εγώ την αγαπώ. Αφτό είναι βέβαιο. Είναι το μόνο βέβαιο.

Το φως ήτον εις την ρίζαν ενός βράχου, και όσον επλησίαζον, τόσον ευκρινέστερον καθίστατο. Ότε ήλθον εγγύτερον, ο Πρωτόγυφτος είπε·Κάθησαι συ εδώ, να υπάγω εγώ μίαν στιγμήν να ιδώ τι άνθρωπος είνε, και γυρίζω και σε παίρνω. — Ας είνε, είπεν η Αϊμά. Ήδη μόλις απείχον περί τα εκατόν βήματα.

Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Γιε του Λαέρτη, με χαρά σ' αγρίκησα το λόγο, 185 γιατί όλα τα ξεφύλλισες και ξήγησες με τάξη. Αφτά ναι εγώ θαν τα ορκιστώ, μου το ποθεί η καρδιά μου, μήτ' όρκο παίρνω ψέφτικο προς τους θεούς.

Ποιός σου 'φερε στην αγκαλιά, γυναίκα, το παιδί σου; Εις του Λοξία το ναό ποιά χέρια το έχουν φέρη; ΙΩΝ Ήταν αυτό απ' το θεό• Μα από 'δω και πέρα ας ευτυχούμε, δύστυχοι σαν είμαστε ως τώρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! δίχως δάκρυα δεν σ' έχω γεννημένο• δεν βγήκες απ' τα χέρια μου χωρίς βαρειά να κλάψω• τώρα που παίρνω αναπνοή κοντά στο πρόσωπό σου, την ηδονή επέτυχα, την πειο ευτυχισμένη.

Ενός το σπίτι θα φθονώ, του άλλου τα διαμάντια, και κάθε μου απόκτησις ορεκτικόν θα ήναι να μου κεντά την όρεξιν, — και θα ζητώ προφάσεις να πιάνωμαι με τους χρηστούς και τους πιστούς αδίκως, και θα τους παίρνω την ζωήν, τα πλούτη των ν' αρπάξω.

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.

Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια. — Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα.

Τι είναι τόση βία; Δεν ήλθε καν να μου το ‘πή ο άνδρας που με θέλει, κι' αμέσως στεφανώματα! Παρακαλώ, μητέρα, ειπέ το ‘ς τον πατέρα μου· δεν θέλω από τώρα να 'πανδρευθώ. Και αν ποτέ θελήσω, παίρνω όρκον πως προτιμώ χίλιαις φοραίς να πάρω τον Ρωμαίον, που 'ξεύρεις πόσον τον μισώ, παρά ποτέ τον Πάρην! Χαρά ‘ς το! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, που έρχεται ο ίδιος εδώ πέρα.

Και να που τώρα μάρτυρά μου σε παίρνω για τα χρήματά μου• θα πέσω μάλισταεχθρότη μ' ένα δικό μου συνδημότη. Μα εγώ ποτέ δεν θα ντροπιάσω και την πατρίδα μου όσο ζώ• και εγκαλώ τον Στρεψιάδη ... — Για τι πράμα; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μώρ' δεν ακούτε; άλογο! εγώ την ιππασία δεν ξέρετε πως την μισώ; ΠΑΣΙΑΣ Ωρκίσθης, μα τον Δία, εις τους θεούς, τα χρήματα να μου τα δώσης.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν