United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε

ΞΟΥΘΟΣ Καλά• όσα χρειάζονται να μάθω, τάχω μάθη• πηγαίνω μέσα στο ναό• γιατί, καθώς ακούω, άνοιξε στο ναό μπροστά χρηστήριο κοινό για κάθε ξένο• καιαυτή την ευτυχή τη μέρα, θέλω κ' εγώ του Απόλλωνος το μάντεμα να πάρω. Και συ, γυναίκα, στους βωμούς κοντά, κλωνάρια δάφνης παίρνοντας, παρακάλεσε, για ν' αποχτήσουμε παιδί, ναν' οι χρησμοί καλόμοιροι, που απ' το ναό θα φέρω.

Κάλμα, πανάθεμάτην! είπε σε λίγο δυνατώτερα. Έξαφνα γυρίζοντας στο Φλάουτο: — Να, γρουσούζη! είπε φασκελώνοντάς τον. Το Μπουζούκι και το Βιολί τινάχτηκαν φουρκισμένοι, παίρνοντας το μέρος του παιδιού. — Γέρο, μέτρα τα λόγια σου! είπαν κ' οι δυο με ένα στόμα, ζυγώνοντας άγρια το γέρο. — Γέροξεκουτιάρη! πρόσθεσε παίρνοντας θάρρος το Φλάουτο. Ο γέρος έδωκε τόπο της οργής.

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Ο δε βασιλεύς παίρνοντάς την θυγατέρα του και τον Καλάφ από τα χέρια τους έφερε μέσα εις το σαράγι του, και έκαμε μεγάλες δεξίωσες του Καλάφ, και συμπόσιον μέγα, και ευφράνθηκαν υπερβολικώς όλην εκείνην την ημέραν, έως την μισήν νύκτα.

Έμεινε ως τις οκτώ, ενώ ο θυμός του και η δυσαρέσκειά του όλο κι' εμεγάλωναν· ήρθαν να βάλουν τραπέζι και πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι του. Ο Αλβέρτος τον προσκάλεσε να μείνη, αλλ' αυτός παίρνοντας αυτήν την πρόσκληση για μια ασήμαντη ευγένεια τον ευχαρίστησε με ψυχρότητα και βγήκε.

Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων.

Ο Καλάφ παίρνοντάς τους, με μεγάλον κόπον τους απέρασεν από εκείνην την στενήν οδόν, και τους έφερεν εις την πηγήν, και έσβυσαν την φλογώδη δίψαν που τους ετυράννιζεν· έπειτα έφαγον από τους καρπούς που ο Καλάφ έμασεν, οι οποίοι εις εκείνην την χρείαν τους εφάνηκαν εξαίσιοι.

Παίρνοντας αυτήν από το χέρι, την έφερεν εις την σάλαν, και εκεί της έδεσε τα μάτια, καθώς έκαμε και του Καλίφη, και την έφερεν εις το μέγα περιβόλι, και από εκεί την έμπασεν εις το υπόγειον, όπου ήτον ο θησαυρός, και εκεί λύοντάς της τα μάτια της έδειξεν όλα εκείνα που είχε δείξει και του Καλίφη.

Οι γονείς του τον επήκουσαν, και παίρνοντάς την ευχήν τους εμείσευσε διά την Κίναν. Φθάνοντας δε εις το Πεκίνον καθέδραν του βασιλείου της Κίνας, επήγε και κατέβηκε εις ένα σπήτι μιας γηραλέας χήρας· και ευθύς που εξεπέζευσεν έδωσε θέλημα της χήρας να στείλη κανένα να πάρη τίποτε διά να φάγη. Η χήρα εν τω άμα έστειλεν ένα παιδίον διά να ψωνίση τα αναγκαία.