Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Μπα, έτσι νομίζεις; Λάθος, φίλε μου. Άνθρωποι που έζησαν τόσον καιρόν όπως ημείς. Έλα λοιπόν μέσα. Ή φοβάσαι να μείνης μόνος μαζή μου; Ε λ έ ν η. Για την αρετήν σου; Θεέ μου! Πώς αλλάζουν οι καιροί! Άλλοτε εφοβούμην εγώ να μείνω μόνη. Κ ώ σ τ α ς. Δεν εννοώ να κλέπτω δικαιώματα άλλου. Ε λ έ ν η. Τι ενάρετος! Τι ηθικό παιδί! Κ ώ σ τ α ς.
Αχ! κορούλα μου, Λουιζίτσα μου! ΛΟΥΙΖΑ Μην κλαις τόσο πολύ, μπαμπά μου. Δεν είμαι εντελώς πεθαμένη. ΑΡΓΓΑΝ Μπα την παμπόνηρη! Ας είνε, σε συγχωρώ για πρώτη φορά. Να μου τα πης όλα όμως. ΛΟΥΙΖΑ Ω, ναι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεχε καλά, γιατί το πουλάκι που όλα τα ξαίρει, θα μου το πη αν πης ψέματα. ΛΟΥΙΖΑ Μα να μην το πης, μπαμπά μου, της αδελφής μου, πως σου το είπα. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι.
ΕΡΜ. Μάλιστα, διότι δεν γνωρίζω πώς κατορθώνει να τα σηκώνη υψηλότερα από το μέτωπον. Μπα! κλαίεις, κάθαρμα, και φοβείσαι τον θάνατον; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα. ΜΕΝ. Κάτι τι ακόμη το βαρύτερον απ' όλα κρύπτει υπό την μασχάλην του. ΕΡΜ. Τι, ω Μένιππε; ΜΕΝ. Την κολακείαν, ω Ερμή, η οποία πολύ του εχρησίμευσε εις την ζωήν.
Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.
Καλέ τι γατί 'ναι τούτο ; ! Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου ! δεν είναι για ζωή ! Μπά- μπα-μπα-μπά- μπα ! Αμή λίγο τόχεις ; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου ! πότε πέθανε η Βεργινία ; Είχε δώδεκα ο Μάρτης.
— Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς; ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης. Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο ομορφοκάραβο! Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό.
Τώρα κάλεσε τον Σύρον λογογράφον, μολονότι αι αγωγαί, αι οποίαι έχουν δοθή εναντίον του, είνε ολίγου καιρού και δεν ήτο καμμία ανάγκη να δικασθούν τώρα• αλλ' αφού απεφασίσθη, εισάγαγε πρώτον την δίκην της Ρητορικής. Μπα! πόσοι ήλθαν διά ν' ακούσουν την συζήτησιν.
Εκείνοι άμαθοι από καβάλλα δυσκολεύτηκαν πολύ να βάλουν το πόδι τους στη σκάλα. Ο Αριστόδημος παρουσίασε πρόθυμα το γόνα του. Οι σοφοί αρνήθηκαν. Α, μπα! δεν είνε δυνατόν. Μα ο Ευμορφόπουλος επίμενε. Καθώς έστεκε με το καπέλλο στο χέρι και τα γόνα μπροστά, έλεγες πως έκανε δέηση. Οι σοφοί κατάλαβαν πως η άρνησή τους δεν έκανε άλλο παρά να μακραίνη τον εξευτελισμό του, και τον λυπήθηκαν.
Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρη — κατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;
Σωκράτης. Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά; Ευθύφρων. Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή. Σωκράτης. Ποίος λοιπόν είναι αυτός; Ευθύφρων. Είναι ο πατέρας μου ! Σωκράτης. Τι μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι; Ευθύφρων. Μάλιστα, ο πατέρας μου ! Σωκράτης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν